Γιώργος Σώρος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός  της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της κρίσης, που φαίνεται να αντιμετωπίζει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, εστιάζοντας στο ρόλο των οργανωμένων συνδικαλιστικών δυνάμεων μέσα σε αυτό και κυρίως στην περίοδο από το 1990 και μετά όπου φαίνεται να σταματάει ο άμεσος παρεμβατισμός του κράτους στα εσωτερικά ζητήματα του κινήματος. Συγκεκριμένα, αφού εξετάσουμε τις κύριες θεωρίες που επηρέασαν (και επηρεάστηκαν από)τους αγώνες του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς ( πλουραλισμός, μαρξισμός, αναρχοσυνδικαλισμός ) θα ερευνήσουμε, μέσα από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, το ρόλο που έπαιξε ιστορικά η Γ.Σ.Ε.Ε. στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο και το εάν η λεγόμενη συναινετική στάση που έχει υιοθετήσει από το 1990 και μετά συμβάλλει  στην ενότητα των μισθωτών και την προάσπιση των συμφερόντων τους. Τέλος  θα εξετάσουμε προτάσεις συνδικαλιστικής αναζωογόνησης τόσο από τις διάφορες τάσεις του ίδιου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος  όσο και από τη μέχρι τώρα επιστημονική βιβλιογραφία και στο σε ποιο βαθμό έχει αυτή προχωρήσει στην πράξη.
   Παρά το ότι όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο, σε καμιά περίπτωση η Γ.Σ.Ε.Ε. δεν μπορεί να ταυτιστεί με το σύνολο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος -όχι μόνο γιατί αφορά μόνο τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και όχι αυτούς του δημόσιου που είναι και πιο ενεργοί συνδικαλιστικά, αλλά και επειδή και στον ιδιωτικό τομέα έχουν εμφανιστεί εργατικά συνδικαλιστικά μορφώματα  (πχ. το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων ) που όντας εκτός Γ.Σ.Ε.Ε. έδωσαν σημαντικούς αγώνες με  ριζοσπαστικές μορφές πάλης και περιεχόμενο ( “άγριες” απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, συγκρούσεις, κα. ) και πέτυχαν σημαντικές νίκες ( Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών, 1996, Κατσορίδας, 2008 )- επιλέξαμε να επικεντρώσουμε στο ρόλο της Γ.Σ.Ε.Ε. γιατί μεταξύ άλλων ελέγχει σχεδόν το σύνολο των σωματείων βάσης μέσω των εργατικών κέντρων, έχει το νομικά κατοχυρωμένο  μονοπώλιο της εκπροσώπησης των εργαζομένων σε όλους τους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας, υπογράφει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αποτελεί προνομιακό συνομιλητή των εκάστοτε κυβερνήσεων, έχει παίξει κεντρικό ρόλο στην ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο, ενώ υπάρχει και άφθονη βιβλιογραφία για αυτήν, γεγονός  που διευκολύνει την έρευνα. ( Κουκουλές, 1997: 28-29 )

              1. ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
   Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας κάποιες βασικές θεωρίες που επηρέασαν και επηρεάστηκαν από  το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε Ελλάδα και Ευρώπη από την ίδρυση του το 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Θα προβούμε σε μία συνοπτική παρουσίαση της συζήτησης για την κρίση του συνδικαλισμού τόσο στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας και το ίδιο το κίνημα όσο και γενικότερα στο δημόσιο διάλογο. Στη συνέχεια θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στην ιστορική εμπειρία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο από τις πρώτες συνδικαλιστικές προσπάθειες για ίδρυση σωματείων μέχρι τη σημερινή κατάσταση, εστιάζοντας σε σημαντικές στιγμές των εργατικών αγώνων του κινήματος πάντα υπό το πρίσμα του κεντρικού μας ερωτήματος περί της κρίσης του. Ακολούθως θα ασχοληθούμε κάπως πιο αναλυτικά με τα αίτια της κρίσης που αξιολογούμε ως σημαντικότερα και κατόπιν θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε πως συνδέονται οι θεωρίες για το εργατικό κίνημα που παρουσιάζουμε στην αρχή του άρθρου με την ελληνική πραγματικότητα. Τέλος θα προσπαθήσουμε να δούμε εάν διαφαίνονται κάποιες προοπτικές υπέρβασης αυτής της κρίσης  και αν ναι που αυτές έγκεινται και θα κλείσουμε την εργασία μας με κάποια ερωτήματα για παραπέρα έρευνα.
   Καταρχήν θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τρεις θεωρίες που άσκησαν σημαντική επίδραση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα διεθνώς τους δύο τελευταίους αιώνες. Πρόκειται για τις θεωρίες του πλουραλισμού, του μαρξισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού. Η πρώτη αν και δεν αναπτύχθηκε μέσα στο εργατικό κίνημα, υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως προσέγγιση από πολλές κυβερνήσεις και επηρέασε την εργατική πολιτική διαφόρων κρατών ενώ ως αντίληψη εξαπλώθηκε σε μεγάλο βαθμό και στα εργατικά στρώματα αποτελώντας για αρκετές δεκαετίες των κυρίαρχο τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας των εργασιακών σχέσεων από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών. Οι άλλες δύο κυριάρχησαν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα κυρίως μέσα στα πλαίσια της Α' Διεθνούς, όπου και συνέβη η πρώτη μεγάλη μεταξύ τους σύγκρουση, και συνεχίζουν να υιοθετούνται από τμήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος μέχρι σήμερα.
Θα επιχειρήσουμε λοιπόν μια παρουσίαση των βασικών σημείων της κάθε μιας, των αντιπαραθέσεων μεταξύ τους και τέλος της θέσης που καταλαμβάνουν στη σημερινή πραγματικότητα του διεθνούς εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύνοψη τόσο μεγάλων θεωριών οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται και από ένα πόλεμο τάσεων στο εσωτερικό τους στο σχετικά περιορισμένο χώρο αυτής της εργασίας περιέχει κινδύνους αυθαιρεσίας και υπεραπλούστευσης. Έχοντας συνείδηση αυτού του γεγονότος θα προσπαθήσουμε να τους αποφύγουμε στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
   Ο πλουραλισμός αποτελεί μια θεωρία που όπως έχει ειπωθεί είναι και η ίδια πλουραλιστική στο εσωτερικό της. Για αυτό το λόγο είναι αρκετά δύσκολο να εντοπίσουμε κάποιες γενικές αρχές αποδεκτές από το σύνολο των πλουραλιστών στοχαστών. Θα μπορούσαμε όμως ίσως να πούμε ότι μια κοινή παραδοχή του πλουραλισμού ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων τάσεών του όσον αφορά το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ότι τα συνδικάτα αποτελούν οργανωμένες  ομάδες για την προάσπιση συμφερόντων με άσκηση πίεσης στην εξουσία ( Παλαιολόγος, 2006, σ.24 ).
   Ο πλουραλισμός στις εργασιακές σχέσεις έχει τις ρίζες του στη σχολή βιομηχανικών σχέσεων του πανεπιστημίου της Οξφόρδης που άκμασε στις δεκαετίες του '50 και του '60.  Την πλουραλιστική ιδέα μετέφερε πρώτη φορά με αυτούς τους όρους  από την πολιτική θεωρία στις εργασιακές σχέσεις ο  Clark Kerr το 1954. Όπως συνέβη με τον πλουραλισμό στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας  μπορούμε κι εδώ  να  χωρίσουμε την πλουραλιστική θεωρία των βιομηχανικών σχέσεων  σε δύο κύρια ρεύματα σκέψης: το αγγλικό και το αμερικάνικο. 
   Το αγγλικό ρεύμα δίνει έμφαση στα συνδικάτα ως συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατικής πλουραλιστικής κοινωνίας και με αυτή την έννοια θεωρεί σημαντική την εσωτερική τους συνοχή ώστε να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά ως αντιπολίτευση απέναντι στην εργοδοσία στα πλαίσια κάθε επιχείρησης. Το αμερικάνικο ρεύμα αντίθετα τονίζει τη σημασία που έχει η γνώμη και η ελευθερία του κάθε ατόμου στο εσωτερικό κάθε εργατικού σωματείου και προσπαθεί να βρει  τρόπους να μην καπελώνεται η βάση των σωματείων από την ηγεσία ή τους διανοούμενους. Κεντρικά σημεία ενδιαφέροντος για τους πλουραλιστές είναι η διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης , η συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της επιχείρησης και η θεσμοποίηση της σύγκρουσης στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. ( Hyman, 1978, p.16-40, Poole, 1981, p.72-91 )
  Οι περισσότεροι πλουραλιστές ανεξαρτήτως των επί μέρους διαφορών τους εστιάζουν ιδιαίτερα στις διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης και τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της επιχείρησης. O Richard Hyman τονίζει τρεις βασικές υποθέσεις που πιστεύει ότι αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία ρητά ή άρρητα αναπτύσσονται οι θεωρίες του πλουραλισμού των εργασιακών σχέσεων: 1) δεν υπάρχει υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην αγορά εργασίας γιατί η εξουσία των μεγάλων επιχειρήσεων εξισορροπείται από την ισχύ της οργανωμένης εργασίας μέσω των συνδικάτων της, 2) Υπάρχει ένα δημόσιο εθνικό συμφέρον που υπερβαίνει τα επιμέρους συμφέροντα των διαφόρων ομάδων πίεσης και 3) το κράτος αποτελεί τον λίγο έως πολύ αμερόληπτο φρουρό αυτών των συμφερόντων. ( Hyman, 1978, p.20-21 )
   Γενικότερα οι πλουραλιστές των βιομηχανικών σχέσεων έχουν δεχθεί σκληρή κριτική για τις θέσεις τους κυρίως από πλευράς των μαρξιστών αναλυτών αν και όχι μόνο. Πιο συγκεκριμένα τους κατηγορούν ότι για να κατανοήσεις το τι συμβαίνει στο εσωτερικό κάθε επιχείρησης είναι αναγκαίο να κάνεις πρώτα μια συνολική ανάλυση της πολιτικής οικονομίας στην κοινωνία μέσα στην οποία η συγκεκριμένη επιχείρηση ανήκει, ότι οι πλουραλιστικές αναλύσεις εκφράζουν το “πνεύμα του συστήματος” και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πότε περιγράφουν πως είναι η πραγματικότητα και πότε πως αυτοί θα επιθυμούσαν να είναι, ότι η συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων την οποία υποστηρίζουν είναι στην ουσία της συντηρητική αφού δεν επιχειρεί να δώσει ένα μέρος του ελέγχου της εταιρείας στους εργαζομένους, αλλά αντίθετα να θεσμοποιήσει τον έλεγχο που αυτοί ήδη άτυπα είχαν στο εσωτερικό της επιχείρησης με σκοπό να τον περιορίσει και να τον ελέγξει  και τέλος ότι ο πλουραλισμός προσπαθεί να μεταφέρει το μοντέλο της πολιτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις βιομηχανικές σχέσεις ξεχνώντας ότι ούτε στο πολιτικό επίπεδο υπάρχει πραγματική δημοκρατία και στην ουσία επιχειρώντας να καταστείλει την άτυπη εξουσία των εργαζομένων μέσα στα εργοστάσια. ( Hyman and Fryer, 1977, p.152-174, Goldthorpe, 1977, p.184-223, Mann, 1977, p. 294-308, Clarke, 1977, p. 351-382 )
   Μέσα από τη μαρξιστική κριτική στον πλουραλισμό αναδύονται αρκετές πτυχές της μαρξιστικής σκέψης αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις. Με τη μαρξιστική αντίληψη για τον εργατικό συνδικαλισμό θα ασχοληθούμε λοιπόν πιο αναλυτικά στη συνέχεια. Τα περισσότερα κείμενα των κλασσικών του μαρξισμού  ( Μαρξ και Ένγκελς ) για τα συνδικάτα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης Διεθνούς που αποτέλεσε και ένα βασικό όχημα για τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών στις εργατικές μάζες.
   Τα συνδικάτα για τον Ένγκελς είναι η πρώτη προσπάθεια που γίνεται από πλευράς των εργαζομένων για να καταργηθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας. Με το συνδικάτο λοιπόν οι εργαζόμενοι συνασπίζονται μεταξύ τους στη βάση των κοινών τους συμφερόντων απέναντι στα αφεντικά. Άντι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σαν άτομα στην αγορά εργασίας ανταγωνίζονται όλοι μαζί συλλογικά τους εργοδότες ως τάξη αρνούμενοι να πουλήσουν φτηνά την εργατική τους δύναμη. Τα συνδικάτα είναι για τους εργαζόμενους  “σχολεία πολέμου” που τους ωθούν μέσα από την κοινή εμπειρία να αποκτήσουν ταξική συνείδηση. Αν στο άμεσο οικονομικό επίπεδο είναι καταδικασμένα να χάνουν εξαιτίας των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού σε πολιτικό επίπεδο προετοιμάζουν τους εργάτες για να δώσουν την τελική μάχη της οριστικής κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. ( Engels, 1977, p.31-42, Marx, 1977, p.43-56).
 Ο Richard Hyman χωρίζει τις μαρξιστικές προσεγγίσεις για τα εργατικά συνδικάτα σε δύο κατηγορίες: τις αισιόδοξες και τις απαισιόδοξες. Στην πρώτη κατατάσσει τους Μαρξ και Ένγκελς ενώ στη δεύτερη τους Λένιν, Μίχελς και Τρότσκι. Οι πρώτες πιστεύουν στη δυνατότητα των συνδικάτων να παίξουν έναν επαναστατικό ρόλο ενώ οι δεύτερες το απορρίπτουν κατηγορηματικά. ( Hyman, 1971, p.4-49 )  Για τον Λένιν τα συνδικάτα δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εργαζομένους να αποκτήσουν επαναστατική συνείδηση γιατί οι εργάτες, λόγω του τρόπου ζωής τους, δεν μπορούν από μόνοι τους να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία του καπιταλισμού. Η συνείδηση που παράγεται μέσα στα σωματεία μπορεί να είναι μόνο συντεχνιακή και μεταρρυθμιστική. Χρειάζονται ένα διακριτό κόμμα μέσα στο οποίο κάποιοι επαναστάτες ( που θα προέρχονται από αστικά στρώματα ώστε να μην είναι αναγκασμένοι να αφιερώνουν μεγάλο μέρος της καθημερινότητας τους στη μισθωτή εργασία ) θα γίνουν επαγγελματικά στελέχη για να αφοσιωθούν στην ανάπτυξη της επιστημονικής μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας και στη συνέχεια να την ενσταλάξουν στις προλεταριακές μάζες.( Lenin, 1989, p.96-239 )
   Αυτόν ακριβώς το ρόλο του κόμματος είναι που αμφισβήτησε και εξακολουθεί να αμφισβητεί ενεργά το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα σκέψης με το οποίο θα ασχοληθούμε σε αυτό το τμήμα της εργασίας μας. Ως θεμελιωτή του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού ευρύτερα, μπορούμε να θεωρήσουμε το Ρώσο αναρχικό διανοητή Μιχαήλ Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν, πολύπλευρη και δυναμική προσωπικότητα, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πρώτης Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος του Καρλ Μαρξ μέσα στη Διεθνή.
   Η θεωρία του υποστήριζε ότι τα συνδικάτα εκτός από όργανα ταξικής πάλης για την αύξηση των μισθών και τη μείωση των ωρών εργασίας θα έπρεπε να αποτελούν και σχολεία εκπαίδευσης των εργατών για το σοσιαλισμό. Στο οικονομικό επίπεδο συμφωνούσε με τη μαρξιστική ανάλυση για την απόσπαση της υπεραξίας του εργαζομένου από τον εργοδότη και την υποστήριζε με θέρμη. Θεωρούσε όμως ότι τα σωματεία ως ο φυσικός χώρος συνάντησης και ενοποίησης των εργαζομένων θα έπρεπε να είναι το όργανο για τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία και όχι κάποιο επαναστατικό κόμμα.
   Πίστευε ότι η πολιτική ανεξαρτήτως του πως αυτοχαρακτηρίζονταν ( προοδευτική,φιλελεύθερη,κλπ. ) λειτουργούσε ως μέσο για τη συντήρηση της αστικής κυριαρχίας.  Αντίθετα μια αυθεντικά εργατική πολιτική θεωρούσε πως θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων για αυτό και διαφωνούσε με τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο.  Υποστήριζε την ένωση στη Διεθνή στη βάση της ταξικής θέσης των εργαζομένων και μόνο και όχι στη βάση ενός αφηρημένου φιλοσοφικού και πολιτικού προγράμματος. Πίστευε ότι αν ένας εργάτης εντάσσονταν στη Διεθνή μέσα από την ίδια του την εμπειρία στους αγώνες θα κατέληγε να γίνει σοσιαλιστής. Θεωρούσε πως επιβοηθητικά ως προς αυτό θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εκπαιδευτικοί θεσμοί μόρφωσης των εργατών μέσα στα ίδια τα σωματεία , αλλά φοβόταν ότι  ένα πρόγραμμα αρχών έτοιμο και δοσμένο στους εργάτες “από τα πάνω” θα τους αποθάρρυνε από το να ενταχθούν στη διεθνή.
 Αντιτασσόμενος στην αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος που θα οργάνωνε τη δικτατορία του προλεταριάτου πρότεινε το φεντεραλισμό ως σύστημα κοινωνικής οργάνωσης τόσο για τα σωματεία σήμερα, όσο και για το σύνολο της κοινωνικής ζωής αύριο. Πρότεινε δηλαδή την ομοσπονδοποίηση των τοπικών συνδικαλιστικών ενώσεων μέσω άμεσα ανακλητών από τη βάση εκπροσώπων. Απαντούσε έτσι και στο πρόβλημα της οργάνωσης της μεταβατικής περιόδου από το ξέσπασμα της επανάστασης μέχρι το σοσιαλισμό χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε ένα συγκεντρωτικό κρατικό μηχανισμό. Για αυτόν τα σωματεία είναι τα κύτταρα της μελλοντικής κοινωνίας. Οι ιδέες του είχαν μεγάλη επίδραση σε αρκετά τμήματα της Διεθνούς με πιο σημαντικό το ισπανικό ( από το οποίο προέκυψε και η CNT, το ελευθεριακό συνδικάτο που πρωταγωνίστησε στην ισπανική επανάσταση του 1936 ) και αποτελούν μέχρι σήμερα το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζονται τα συνδικάτα του επαναστατικού συνδικαλισμού ανά τον κόσμο. ( Bakounine, 2009 )
   Σήμερα στις αρχές του 21ου αιώνα όντως η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων φαίνεται να έχει ενσωματωθεί στο υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα αλλά το ίδιο ισχύει και για την πλειοψηφία των συνδικάτων. Είναι αλήθεια ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου υπάρχουν σωματεία πιστά στις αναρχοσυνδικαλιστικές αρχές όμως είναι επίσης αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η επιρροή τους στην εργατική τάξη παραμένει αρκετά μειοψηφική. Όπως και να έχει ειδικά σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σαν τη σημερινή το ερώτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού και των μέσων για την επίτευξή του εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό.

             2.Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ  
  Ερχόμενοι πιο κοντά στο σήμερα, τα προβλήματα  του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη βοήθησαν στο να ανοίξει η συζήτηση για την κρίση του συνδικαλισμού. Τόσο στο δημόσιο διάλογο, όσο και στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας η φιλολογία για την κρίση των συνδικάτων εντείνεται μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα την δεκαετία του 1970 με την υποχώρηση διεθνώς του λεγόμενου κράτους πρόνοιας.   Ο συνδυασμός των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, που αναθέτουν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους, με την αδυναμία των συνδικάτων να εκπροσωπήσουν τα εργατικά συμφέροντα ή έστω να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο βρίσκεται στην πραγματικότητα πίσω από όλη αυτήν τη φιλολογία περί κρίσης του συνδικαλισμού.  (Offe,1993: 131-205, Παλαιολόγος, 2006: 65-84 )
 Ας  εξετάσουμε όμως ποιες θεωρούνται από την επιστημονική βιβλιογραφία οι κύριες αιτίες της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος στην  ελληνική κοινωνία που αποτελεί και το κυρίως αντικείμενο της εργασίας μας. Ένας πρώτος διαχωρισμός μπορεί να γίνει ανάμεσα στις εξωγενείς και τις ενδογενείς αιτίες. Ως εξωγενείς μπορούμε να σημειώσουμε την αύξηση της ανεργίας, την αποβιομηχάνιση, την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης ( δεδομένου ότι οι γυναίκες εξ' αιτίας του έμφυλου ρόλου τους και της οικιακής εργασίας, που εκτελούν παράλληλα με την επίσημη απασχόληση τους, συμμετέχουν σε πολύ χαμηλότερο βαθμό στα σωματεία από ότι  οι άνδρες ), το χαμηλό ποσοστό της δυνάμει εκπροσωπούμενης μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες, τη διεθνοποίηση της οικονομίας, την επέκταση της ελαστικότητας στις εργασιακές σχέσεις, τους διαχωρισμούς στο εσωτερικό της εργατικής τάξης που εντείνονται εξ' αιτίας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, το μικρό μέγεθος των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ( για τη δημιουργία σωματείου σε οποιαδήποτε επιχείρηση απαιτούνται εικοσιένα υπογραφές εργαζομένων σε αυτήν, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις με μικρό αριθμό απασχολούμενων να μην έχουν σωματεία ),την υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων και την επικράτηση στο συλλογικό φαντασιακό της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, και άλλα. ( Κατσορίδας, 2007,  Κουζής, 2007 )
   Οι παράγοντες όμως που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την έρευνα μας και στους οποίους θα σταθούμε λίγο πιο αναλυτικά είναι οι ενδογενείς. Ως ενδογενείς λοιπόν παράγοντες της κρίσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος μπορούν να εξετασθούν οι εξής:
1.     η έντονη παραταξιοποίηση-κομματικοποίηση του συνδικαλισμού στον ελλαδικό χώρο με αποτέλεσμα τη συνακόλουθη έλλειψη συνδικαλιστικής κουλτούρας
2.     η οργανωτική πολυδιάσπαση: ενώ εμφανίζεται μια οργανωτική ενότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε τριτοβάθμιο επίπεδο ( αν και, ακόμα και σε αυτό, υπάρχει η διάσπαση μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και σε αυτόν του δημοσίου ) στην πραγματικότητα αυτή συγκαλύπτει έναν κατακερματισμό των σωματείων μέσα από την ύπαρξη πολυάριθμων συνδικάτων με λιγοστά μέλη το καθένα. Στο 33ο συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. το 2007 εκπροσωπήθηκαν 472.304 μέλη μέσω 74 ομοσπονδιών και 83 εργατικών κέντρων των οποίων είναι μέλη 2.425 πρωτοβάθμια σωματεία. Αντίστοιχα στο 32ο συνέδριο της  ΑΔΕΔΥ εκπροσωπήθηκαν 289.469 μέλη μέσω 46 ομοσπονδιών, οι οποίες εκπροσωπούσαν 1.260 πρωτοβάθμια σωματεία. ( Κουζής, 2007: 101-114 )
3.      η έλλειψη οικονομικής αυτοδυναμίας: κύρια πηγή χρηματοδότησης των συνδικάτων στην Ελλάδα δεν αποτελούν οι συνδρομές των μελών τους αλλά η χρηματοδότηση από τον κρατικό Οργανισμό Εργατικής Εστίας, που υπάγεται στο υπουργείο εργασίας και στον οποίο συμμετέχουν το κράτος, τα συνδικάτα και οι εργοδότες. Η εξάρτηση αυτή από την κρατική εξουσία και την εργοδοσία οδηγεί σε πιέσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων προς τα σωματεία όπως την περίοδο 1991-93 με τη σημαντική μείωση του ποσοστού χρηματοδότησης από την κυβέρνηση που απείλησε με οικονομική ασφυξία τα συνδικάτα. ( Κουζής, 2007: 175-189 )
4.     η έλλειψη διεθνισμού-ουσιαστικού συντονισμού με άλλες συνδικαλιστικές
οργανώσεις εκτός Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη που επιτρέπει στο προσωπικό μιας πολυεθνικής επιχείρησης στον ελλαδικό χώρο να απεργήσει σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους συναδέλφους του, που εργάζονται σε άλλη χώρα για λογαριασμό της ίδιας εταιρίας, η διάταξη αυτή παραμένει ανενεργή από το 1982 που ψηφίστηκε μέχρι σήμερα. ( Κουζής, 2007: 251-263 )
    
5.     η συναινετική στάση των συνδικάτων απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία. Ιδιαίτερα από το 1990 και μετά οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων μειώνονται ενώ κυρίως από τη Γ.Σ.Ε.Ε. εκφράζεται ένας τεχνοκρατικός λόγος που αναγνωρίζει τους εργαζόμενους, το κράτος και τους εργοδότες ως εταίρους που συνεργάζονται για το καλό της εθνικής οικονομίας. Η στάση αυτή ενισχύει το κύρος των εργοδοτικών οργανώσεων και συντελεί στην ευκολότερη λήψη μέτρων σε βάρος της μισθωτής εργασίας. (Κατσορίδας, 2002, Αρανίτου, 2007, Δεδουσόπουλος, 2007, Κουζής, 2007 )

  3. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πως όμως επέδρασαν οι θεωρίες που εξετάσαμε παραπάνω στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που γεννήθηκε στα πλαίσια του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού; Τι ρόλο έπαιξαν στη δημιουργία και την ανάπτυξή του και κατά πόσο χρησιμεύουν ως ερμηνευτικά εργαλεία για εμάς και την έρευνά μας;  Πότε ξεκινά η κρίση του και πως γεννιούνται οι παράγοντες που μας οδήγησαν σε αυτή; Μια εκτενής ανασυγκρότηση της ιστορικής πορείας της Γ.Σ.Ε.Ε., αν και θα ήταν χρήσιμη και ενδιαφέρουσα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το θέμα μας, δυστυχώς υπερβαίνει τις δυνατότητες της παρούσης εργασίας. Επιγραμματικά ωστόσο μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
   Στον  ελλαδικό χώρο το ρεύμα του αναρχοσυνδικαλισμού που αρχικά κυριαρχούσε στις προσπάθειες για ίδρυση επαναστατικών εργατικών σωματείων με αξιοσημείωτη επιρροή κυρίως στην Πελοπόννησο υποχωρεί κάτω από την άγρια κρατική καταστολή.( Κορδάτος, 1972: 44-92 ) Η ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος ένα μόλις χρόνο μετά τη Ρωσική επανάσταση γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η λογική του ελέγχου του συνδικαλιστικού κινήματος από τις πολιτικές οργανώσεις είναι σχεδόν καθολική αφού την υιοθετούν -έστω και ανεπίσημα- όχι μόνο οι αριστερές παρατάξεις, αλλά και αυτές των φιλελεύθερων και των συντηρητικών. Διαφωνεί μόνο η αναρχοσυνδικαλιστική τάση υπό τον Κώστα Σπέρα.
 Αυτές οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες ίδρυσης της Γ.Σ.Ε.Ε. παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και την πορεία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, αφού η πολιτική ταυτότητα κυριαρχεί επί της κοινωνικής θέσης των οργανωμένων εργατών με αποτέλεσμα την πλήρη κομματικοποίηση του συνδικαλισμού , τη συνεχή προσπάθεια ελέγχου των σωματείων από το κράτος και τα κόμματα και τη λειτουργία των σωματείων ως μικρά κοινοβούλια. Ενώ στην Ευρώπη ο συνδικαλισμός νομιμοποιείται κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ως αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου μαχητικών αγώνων και συγκρούσεων των παράνομων σωματείων με την εργοδοσία και το κράτος, στην Ελλάδα η συνδικαλιστική δράση γίνεται νόμιμη το 1914 κυρίως λόγω των πολιτικών σκοπιμοτήτων της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Όλα αυτά συντελούν στην έλλειψη ταξικής συνδικαλιστικής κουλτούρας από μεριάς του οργανωμένου προλεταριάτου της Ελλάδος. ( Κορδάτος, 1972, Ζαμπαρλούκου, 1997,  Λιβιεράτος, 1997, Κουκουλές, 1997, Παλαιολόγος, 2006, Κουζής, 2007 )
   Η κρατική παρέμβαση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι εμφανής και ιδιαίτερα ισχυρή από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας τους. Στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. η κυβερνητική παράταξη του Βενιζέλου έχει τοποθετήσει τους ανθρώπους της με σκοπό να ελέγξουν τις αποφάσεις και να μπλοκάρουν την ομοσπονδία να πάρει ταξική κατεύθυνση. Υπάλληλοι του υπουργείου οικονομίας -στο οποίο υπάγονταν τα σωματεία- με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Σβώλο επιχείρησαν να εμποδίσουν την υπερψήφιση των δύο βασικών αρχών της συνομοσπονδίας ( οι οποίες ήταν: α) να μείνει η Γ.Σ.Ε.Ε. έξω από κάθε αστική πολιτική επιρροή και β) η υιοθέτηση της αρχής της πάλης των τάξεων ) χωρίς όμως επιτυχία. Παρόλα αυτά οι βενιζελικοί κατόρθωσαν να πάρουν την πλειοψηφία των θέσεων στο διοικητικό συμβούλιο εκλέγοντας έξι συνέδρους έναντι των πέντε που εξέλεξαν οι εκπρόσωποι των αριστερών παρατάξεων. ( Λιβιεράτος, 1997, Κουκουλές, 1997, Κουζής, 2007 )
   Η κρατική παρέμβαση και καταστολή στο εσωτερικό της συνομοσπονδίας είναι συνεχής ανεξαρτήτως του αν το καθεστώς είναι κοινοβουλευτικό ή δικτατορικό. Όλες οι κυβερνήσεις έχουν τους πράκτορές τους μέσα στη Γ.Σ.Ε.Ε. οι οποίοι χρηματοδοτούνται για να καταστέλλουν με κάθε τρόπο τα αγωνιστικά στοιχεία μέσα στα συνδικάτα. Οι συλλήψεις και οι εξορίες ακόμα συνδικαλιστών από την κυβέρνηση δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Άλλη πρακτική είναι η δημιουργία σωματείων σφραγίδων από τους καθεστωτικούς “συνδικαλιστές” με σκοπό τον έλεγχο των συσχετισμών στα συνέδρια καθώς και ο διορισμός από τις κυβερνήσεις και τα δικαστήρια των διοικήσεων της  Γ.Σ.Ε.Ε.
   Ενδεικτικά ο Λιβιεράτος ( 1987:27 ) αναφέρει: “η περίοδος που ανοίγει μετά το Β' συνέδριο είναι περίοδος καταδιώξεων και τρομοκρατίας για την τάξη. Η συνεχής αντίθεση στον πόλεμο, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των εργατών θα στρέψουν εναντίον τους τον κρατικό μηχανισμό. Οι φυλακίσεις, οι δίκες, οι επιστρατεύσεις και παντός είδους καταπιέσεις είναι στην ημερήσια διάταξη.”   Γενικά αν ρίξει κανείς μια ματιά στην ιστορία των συνεδρίων της Γ.Σ.Ε.Ε θα δει ότι ανεξαρτήτως πολιτικού καθεστώτος δεν υπάρχει ούτε ένα συνέδριο που να μην υπήρξαν λαθροχειρίες, κρατικές παρεμβάσεις, καταστολή, διαγραφές σωματείων για πολιτικούς λόγους, κλπ. Το πρώτο -σχετικά- αντιπροσωπευτικό συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. είναι το 22ο που λαμβάνει χώρα στις 22/12/1983. Και πάλι όμως στο επόμενο συνέδριο η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με τη βοήθεια ενός τμήματος της ΠΑ.ΣΚ.Ε. που στήριζε τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης, διορίζει, μέσω των δικαστηρίων, διοίκηση της αρεσκείας της στη συνομοσπονδία, αλλοιώνοντας τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων. Έτσι στην πραγματικότητα η πρώτη φορά στην ιστορία της Γ.Σ.Ε.Ε που εκλέγεται αιρετή διοίκηση αντιπροσωπευτική από όλες τις παρατάξεις είναι στο 25ο συνέδριο, τον Απρίλιο του 1989! ( Ζαμπαρλούκου, 1997 Λιβιεράτος, 1997, Κουκουλές, 1997, Κουζής, 2007 )
   Βάσει των παραπάνω θεωρούμε ότι θα ήταν δόκιμο να χωρίσουμε την ιστορία της Γ.Σ.Ε.Ε. σε δύο περιόδους. Μία από την ίδρυση της μέχρι το 1989, και μία από το 1990 μέχρι τις μέρες μας όπου τουλάχιστον δε φαίνεται να υπάρχει ανοικτά κάποια κρατική παρέμβαση στην εσωτερική ζωή της συνομοσπονδίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το έτος αυτό συμπίπτει με τη συμμετοχή της αριστεράς στην κυβέρνηση, η οποία σε συνδυασμό με την πλήρη μετάβαση του ανατολικού μπλοκ στον ιδιωτικό καπιταλισμό, συμβολίζει το ξεπέρασμα του εμφύλιου διχασμού και την συστράτευση όλων των επίσημων πολιτικών δυνάμεων στην υπηρεσία του “εθνικού συμφέροντος”. ( Ζαμπαρλούκου, 1997: 201-240 )
 Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και το 26ο και 27ο συνέδριο, επιβεβαιώνοντας τη θέση όλων των συνδικαλιστικών παρατάξεων, αριστερών και δεξιών για την ανάγκη ύπαρξης μιας ενιαίας συνομοσπονδίας με όλα τα πολιτικά ρεύματα μέσα σε αυτή. Τη στιγμή ωστόσο που η .Γ.Σ.Ε.Ε. αφήνεται, ελεύθερη από κρατικές παρεμβάσεις, να αποφασίσει για τη στάση της, αντί αυτό να οδηγήσει, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, σε πιο αγωνιστική στάση έναντι του κράτους και των εργοδοτών, οδηγεί ακόμα και λεκτικά στην εγκατάλειψη της αρχής της πάλης των τάξεων και την υιοθέτηση του εκσυγχρονιστικού κυρίαρχου λόγου.
   Χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτήν την άποψη αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα διάλεξης στο Πάντειο πανεπιστήμιο του τότε ( ακαδημαϊκή σαιζόν 95-'96 ) προέδρου της Γ.Σ.Ε.Ε. και μετέπειτα υφυπουργού εργασίας στην κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Χρήστου Πρωτόπαππα ( 1997:  86 ) : “Η αξία των συλλογικών μορφών οργάνωσης προβάλλει και πάλι αναντικατάστατη, ως δύναμη που μπορεί να μεταβάλλει την κατάσταση, όσο αρνητική και αν είναι. Γιατί υπάρχουν οι δυνατότητες για την ΑΝΑΠΤΥΞΗ, για την κάλυψη της διαφοράς που μας χωρίζει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χρειάζεται όμως μια νέα στρατηγική για αυτήν. Μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, που θα στηρίζεται σε μια βαθιά οικονομική μεταρρύθμιση και θα εγγυάται την  ανταγωνιστική θέση της χώρας μας στις νέες ευρωπαϊκές εξελίξεις.”[1] 

    Βλέπουμε λοιπόν τον πρόεδρο, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, να υιοθετεί ακόμα και λογικές ανταγωνιστικότητας μεταξύ εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών και να δηλώνει ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να στρατευθούν στην προσπάθεια για την εθνική ανάπτυξη της χώρας. Ιστορικά η συγκεκριμένη στάση , που απεικονίζει την διάθεση της πλειοψηφίας των παρατάξεων της  Γ.Σ.Ε.Ε., έχει τις ρίζες της σε μια συνεδρίαση της διοίκησης της συνομοσπονδίας στην Αλεξανδρούπολη τον Ιούλιο του 1994.
   Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση με θέμα την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει το συνδικαλιστικό κίνημα της Ελλάδας ψηφίστηκε από ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και Αυτόνομη Παρέμβαση ( παράταξη που ελέγχεται από το Συνασπισμό ) μια απόφαση που αφορούσε τον εκσυγχρονισμό του κινήματος και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του. Η παράταξη της ΕΣΑΚ ( ελεγχόμενη από το Κ.Κ.Ε. ) κατέθεσε σχέδιο απόφασης για ενίσχυση της ταξικής γραμμής του κινήματος που απορρίφθηκε. Από αυτή τη συνεδρίαση κρίθηκε και η στάση των παρατάξεων απέναντι στο λεγόμενο κοινωνικό διάλογο των συνδικάτων με κράτος και εργοδότες. Έτσι στο επόμενο διάστημα όλες οι παρατάξεις πλην ΕΣΑΚ θα προσχωρήσουν στη διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου. Η ΕΣΑΚ θα ξεκινήσει, ως ένδειξη διαφοροποίησης από τις άλλες παρατάξεις, να καλεί σε διαφορετικό τόπο συγκέντρωσης από αυτές κυρίως κατά τις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς. Συνεχίζει όμως να συμμετέχει κανονικά στη διοίκηση και στα όργανα της Γ.Σ.Ε.Ε. ( Λιβιεράτος, 1997: 142-145, Λιβιεράτος, 2009, σ.158-161 )
   Στις 3 Απριλίου 1999, ιδρύεται μετά από πανελλαδική συνδικαλιστική συνάντηση το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο ( ΠΑΜΕ ) από συνδικαλιστές  προσκείμενους πολιτικά κυρίως στο  ΚΚΕ, αλλά και συνδικαλιστές του ΔΗΚΚΙ και της ανανεωτικής αριστεράς-ως αντίδραση στη συναινετική προς το κράτος και την εργοδοσία στάση της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ- που λανθασμένα ωστόσο έχει ερμηνευθεί  ( βλέπε πχ. Αρανίτου, 2007, σ.30 ) ως επιθυμία δημιουργίας δεύτερης τριτοβάθμιας συνομοσπονδίας εργασίας.[2] 
   Παρά τους επιμέρους συνδικαλιστικούς αγώνες διαφόρων κλάδων εργαζομένων από το 1989 έως και το 2001 δεν υπήρξε κάποια μαζική συνδικαλιστική κινητοποίηση. Το 2001 η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει κάποια μέτρα για το ασφαλιστικό σύστημα που επιδεινώνουν τη θέση των εργαζομένων. Τότε με δύο μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στις οποίες συμμετέχει και η ΠΑΣΚΕ η κυβέρνηση αναγκάζεται να αποσύρει τα μέτρα.  Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι σταδιακά αρχίζει να παρευρίσκεται στα συνέδρια σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας ( Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πολιτικοί αρχηγοί όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων).  ( Κατσορίδας, 2008, σ. 137-138, Λιβιεράτος, 2009 σ. 163-192 )
   Βλέπουμε  από την παραπάνω ιστορική αναδρομή ότι η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν είναι μια στιγμή της ιστορίας του αλλά συστατικό του στοιχείο σχεδόν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του. Η προσπάθεια ελέγχου του χαρακτηρίζει το σύνολο των παρατάξεων που συμμετέχουν σε αυτό ανεξαρτήτως του πολιτικού χώρου προέλευσής τους. Παράλληλα το κράτος παρεμβαίνει στο συνδικαλιστικό κίνημα τόσο με ανθρώπους ελεγχόμενους από το ίδιο στο εσωτερικό του, όσο και με σκληρή καταστολή των ταξικών δυνάμεων μέσα σε αυτό. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κρατική παρέμβαση είναι συνεχής ανεξαρτήτως της πολιτικής κατάστασης  στην Ελλάδα και φτάνει μέχρι το 1989. Αυτός ο συνδυασμός ανοιχτής κρατικής παρέμβασης και ισχυρής παραταξιοποίησης ενισχύει τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ κυβερνήσεων και σωματείων και την κυριαρχία της παραταξιακής έναντι της συνδικαλιστικής κουλτούρας. ( Κουζής, 2007, σ.32-43 )

4.ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ
   Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε πιο λεπτομερειακά κάποια στοιχεία που προκύπτουν από τη δομή , τη λειτουργία και την ιστορική πορεία των συνδικάτων στον ελλαδικό χώρο και τα οποία ενισχύουν τον ισχυρισμό μας για τη διαρκή κρίση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και φωτίζουν κυρίως τα ενδογενή αίτια της κρίσης αυτής. Η οργανωτική δομή του συνδικαλιστικού κινήματος σε αντίθεση με τον πλουραλισμό που επικρατεί στον ευρωπαϊκό χώρο εμφανίζεται ως ενιαία με όλες τις πολιτικό-συνδικαλιστικές τάσεις στο εσωτερικό της. Ωστόσο πέρα από τη διάσπαση σε δύο συνομοσπονδίες με βάση το καθεστώς απασχόλησης, η οργανωτική ενότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα υποκρύπτει έναν κατακερματισμό χιλιάδων σωματείων που δεν ανταποκρίνεται στον αριθμό των μελών τους.
   Τα πρωτοβάθμια σωματεία μπορεί να είναι ομοιοεπαγγελματικά ( με βάση την ειδικότητα ), κλαδικά  ( με βάση τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας στον οποίον ανήκει η επιχείρηση ) και  επιχειρησιακά ( που περιλαμβάνουν το σύνολο των εργαζομένων σε μια επιχείρηση) και για να ιδρυθούν απαιτούνται από το νόμο υπογραφές 21 τουλάχιστον εργαζομένων. Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρούνται οι ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα. Οι ομοσπονδίες αποτελούνται από τουλάχιστον δύο πρωτοβάθμια σωματεία και μπορούν και αυτές να είναι αντίστοιχα ομοιοεπαγγελματικές, κλαδικές και επιχειρησιακές. Τα εργατικά κέντρα αποτελούνται και αυτά από τουλάχιστον δύο πρωτοβάθμια σωματεία ανεξαρτήτως του αν είναι κλαδικά, ομοιοεπαγγελματικά ή επιχειρησιακά και συγκροτούνται με βάση την πόλη ( εργατικό κέντρο Αθήνας, εργατικό κέντρο Θεσσαλονίκης, κλπ. ). Στο τριτοβάθμιο επίπεδο έχουμε τις συνομοσπονδίες που αποτελούνται από δύο τουλάχιστον δευτεροβάθμιες οργανώσεις και αυτή τη στιγμή είναι μόνο η ΓΣΕΕ και  η ΑΔΕΔΥ.
   Σύμφωνα με τα στοιχεία του 33ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ  ( 2007 ) στη συνομοσπονδία αυτή εκπροσωπούνται 472.304 ψηφίσαντα μέλη μέσω 74 ομοσπονδιών και 83 εργατικών κέντρων των  οποίων είναι μέλη 2.425 πρωτοβάθμια σωματεία. Αντίστοιχα σύμφωνα με τα στοιχεία του 32ου συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ ( 2004 ) στη συνομοσπονδία αυτή εκπροσωπούνται 289.469 ψηφίσαντα μέλη μέσω 46 ομοσπονδιών, των οποίων είναι μέλη 1.260 πρωτοβάθμια σωματεία. Τα νούμερα αυτά μας δείχνουν την πολυδιάσπαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στη βάση που καλύπτεται από μια επίπλαστη εικόνα ενότητας στο τριτοβάθμιο επίπεδο.
   Κάποιοι από τους λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτήν την κατάσταση είναι η κυριαρχία του ομοιοεπαγγελματικού μοντέλου οργάνωσης στο συνδικαλιστικό κίνημα του ελλαδικού χώρου ( είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1982 οι κλαδικές και οι επιχειρησιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι νομικά κατοχυρωμένες ), η προσπάθεια των παρατάξεων να πετύχουν ευνοϊκό για τα συμφέροντά τους συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό των σωματείων με αποτέλεσμα να σαμποτάρουν τις συγχωνεύσεις με συνδικάτα που καλύπτουν τον ίδιο εργασιακό χώρο αν δεν τα ελέγχουν, καθώς και τα συμφέροντα και οι μικροεξουσίες των διάφορων συνδικαλιστικών στελεχών που θα απειληθούν αν αλλάξουν αυτές οι δομές. Έτσι παρά τις διακηρύξεις των συνεδρίων της ΓΣΕΕ για μια ομοσπονδία ανά κλάδο, ένα εργατικό κέντρο ανά νομό και ένα σωματείο ανά επιχείρηση  μέχρι σήμερα έχουν γίνει μόλις δύο συγχωνεύσεις ομοσπονδιών. ( Κουζής, 2007, σ. 90-114 )
    Ένα άλλο στοιχείο ενδεικτικό της διαρκούς κρίσης του συνδικαλισμού στην Ελλάδα είναι η μικρή συνδικαλιστική πυκνότητα δηλαδή ο μικρός αριθμός εργαζομένων που να συμμετέχουν σε σωματεία σε σύγκριση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Ο υπολογισμός της συνδικαλιστικής πυκνότητας στην Ελλάδα προκύπτει μέσα από τη διαίρεση του αριθμού των μελών των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές εκλογές με τον αριθμό του συνόλου του μισθωτού πληθυσμού της χώρας. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία από τα συνέδρια ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ του 2004 το ποσοστό του συνδικαλισμού για τους μισθωτούς εργαζόμενους στην Ελλάδα είναι 28%. γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά συνδικαλισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. ( Κουζής, 2007, σ.54-62 )
   Στην πραγματικότητα μάλιστα τα ποσοστά αυτά είναι ακόμα μικρότερα δεδομένου ότι στον υπολογισμό του εργατικού δυναμικού δε συμπεριλαμβάνονται οι μετανάστες εργάτες και οι άνεργοι. ( Κατσορίδας, 2008, σ. 144-146 ). Επίσης η μεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλισμένων προέρχεται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ενώ στον ιδιωτικό η συμμετοχή στα συνδικάτα είναι ακόμα μικρότερη. Συγκεκριμένα  η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνεται στο 18% ενώ από το σύνολο των συνδικαλισμένων εργατών σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ το 56% προέρχεται από το δημόσιο τομέα παρόλο που αυτός αποτελεί μόλις το 35% της συνολικής μισθωτής εργασίας. Μάλιστα ακόμα και στη ΓΣΕΕ που οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα τους οποίους καλύπτει συνδικαλιστικά αντιπροσωπεύουν μόνο το 28% της δύναμής της η πλειοψηφία της διοίκησής της αποτελείται από εργαζόμενους του τομέα αυτού ενώ το ποσοστό συνδικαλισμένων σε αυτόν ανέρχεται στο 70%.  ( Κουζής, 2007, σ. 115-122 )
   Αξιοσημείωτο είναι επιπλέον ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στην Ελλάδα παρουσιάζει μια τάση συνεχούς μείωσης από το 1990 και μετά ακριβώς δηλαδή τη χρονιά που σταματάει ο άμεσος κρατικός παρεμβατισμός στα συνδικάτα.  Μέχρι το 1998 η μείωση αυτή όσον αφορά τη ΓΣΕΕ έχει να κάνει με τη μείωση του απόλυτου αριθμού των μελών της, ενώ από το 1999 και μετά ο απόλυτος αριθμός συνδικαλισμένων εργαζομένων αυξάνεται σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ ωστόσο η συνδικαλιστική τους πυκνότητα μειώνεται εξαιτίας της αύξησης με μεγαλύτερους ρυθμούς του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του ελλαδικού πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα τα συνδικάτα έχασαν περισσότερο από το 17% των μελών τους μεταξύ 1989 και 1997 ενώ η συνδικαλιστική πυκνότητα έπεσε από 30% το 1989 σε λιγότερο από 25% το 1997 ( Αρανίτου, 2007, σ.21 )Η τάση μείωσης των μελών των συνδικάτων βέβαια δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες η πλειοψηφία των συνδικάτων της Ευρώπης. ( Κουζής, 2007, σ.63-89 )
   Όσον αφορά την εξάρτηση του συνδικαλισμού από το κράτος διασφαλίζεται τόσο μέσα από νόμους που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας των σωματείων και επιβάλλουν συγκεκριμένες δομές και τρόπους δράσης σε αυτά όσο και μέσα από την κρατική χρηματοδότηση τους που βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης πότε θα ανοίγει και πότε θα κλείνει τη στρόφιγγα. Πριν ακόμα την ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1914 το ελληνικό κράτος με το νόμο 281 αναγνωρίζει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι στα συνδικάτα εντάσσοντας τα στην κατηγορία των σωματείων.  Αυτό συνεπάγεται ότι τα συνδικάτα οφείλουν να υπακούν στις προδιαγραφές που ορίζει ο αστικός κώδικας για τις σωματειακού τύπου οργανώσεις. Έτσι οι μετέπειτα νόμοι για τα συνδικάτα όπως ο 1264/82 που ισχύει μέχρι σήμερα προσαρμόζουν τους όρους λειτουργίας των συνδικάτων στις γενικές διατάξεις του νόμου περί σωματείων.
    Η άμεση παρέμβαση του κράτους στο εσωτερικό των οργανώσεων του συνδικαλιστικού κινήματος γίνεται τόσο μέσω της νομοθετικής όσο και μέσω της δικαστικής εξουσίας και αφορά στα εξής: στην απαίτηση τουλάχιστον 21 μελών ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση σωματείου, στην καθιέρωση τριών βαθμών οργάνωσης των συνδικάτων, στη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος σε επιμέρους κατηγορίες εργαζομένων όπως οι ναυτεργάτες, στην ψήφιση καταστατικού από τα μέλη του σωματείου το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στα όσα ο νόμος ορίζει και στην κατάθεση στο πρωτοδικείο των απαραίτητων στοιχείων για τη σύσταση εργατικού σωματείου ( κατάλογος μελών, καταστατικό, προσωρινή διοίκηση, κ.α. ).
    Επίσης το κράτος παρεμβαίνει με: τον έλεγχο της νομιμότητάς του σωματείου από τις δικαστικές αρχές που εκδίδουν απόφαση για τη νόμιμη σύσταση του, την παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου στις εκλογές των σωματείων στις οποίες και προεδρεύει, την παρέμβαση των δικαστικών αρχών στην περίπτωση έλλειψης διοίκησης του σωματείου και τον ορισμό προσωρινής διοίκησης όταν σχετική λύση δεν προκύπτει από τις εσωτερικές του λειτουργίες, την απαγόρευση της συνύπαρξης εργατικών και δημοσιοϋπαλληλικών ενώσεων ( Ν. 2150/20 ) που διέσπασε το συνδικαλισμό με βάση το καθεστώς απασχόλησης,  τον αποκλεισμό από τα συνδικάτα των μισθωτών που απασχολούνται τυπικά ως αυτοαπασχολούμενοι με συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών καθώς και των συνταξιούχων εφόσον απαιτείται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για τη συμμετοχή σε εργατικό σωματείο και τον αποκλεισμό των ανέργων που δεν έχουν απασχοληθεί επί δίμηνο ή έχουν απολυθεί.
   Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική νομοθεσία ορίζει το συνδικάτο ως το μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο των εργαζομένων σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων όπως και την κήρυξη απεργίας η οποία μπορεί να προκηρυχθεί μόνο από συνδικαλιστικές οργανώσεις νομικά κατοχυρωμένες αλλιώς θεωρείται παράνομη αντίθετα με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου οι “άγριες” απεργίες μη ελεγχόμενες από κάποιο σωματείο αποτελούν νόμιμη και ιδιαίτερα διαδεδομένη μορφή κινητοποίησης. ( Κουζής, 2007, σ.123-162 )
   Μια ιδιαίτερα σημαντική συνέπεια της νομοθετικής παρέμβασης στο εσωτερικό των σωματείων είναι και η παντελής έλλειψη συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων στη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Οι πιθανές μορφές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης σε επίπεδο επιχείρησης όπως συναντώνται στο διεθνή χώρο είναι είτε το επιχειρησιακό σωματείο είτε η ύπαρξη επιχειρησιακού τομέα ή παραρτήματος του αντίστοιχου κλαδικού συνδικάτου, είτε η αναγνώριση εκπροσώπου του κλαδικού συνδικάτου μέσα στην επιχείρηση. Ο νόμος στην Ελλάδα απαιτεί τουλάχιστον 21 υπογραφές εργαζομένων για τη δημιουργία επιχειρησιακού σωματείου τη στιγμή που το ποσοστό ιδιωτικών επιχειρήσεων που απασχολούν πάνω από 20 εργαζομένους δεν υπερβαίνει το 3%. Για το υπόλοιπο 97% των επιχειρήσεων ωστόσο που είναι αδύνατο να δημιουργηθεί σωματείο ακόμα και αν το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση συμμετείχε σε αυτό, ο νόμος δεν προβλέπει συνδικαλιστική κάλυψη είτε με τομέα είτε με εκπρόσωπο του υπερκείμενου κλαδικού συνδικάτου αφήνοντας χωρίς οποιαδήποτε συνδικαλιστική προστασία τη συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
    Πέρα από αυτό δεν υπάρχει καν κάποια εναλλακτική μορφή εκπροσώπησης των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση. Ο νόμος πέρα από τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση προβλέπει τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της επιχείρησης μέσα από τα συμβούλια εργαζομένων και της επιτροπές υγιεινής και ασφάλειας. Τα συμβούλια εργαζομένων μπορούν να συσταθούν σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους ή πάνω από 20 εάν δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο. Οι επιτροπές υγιεινής και ασφάλειας σε επιχειρήσεις με πάνω από 50 μισθωτούς. Βλέπουμε λοιπόν ότι ισχύει και για αυτούς τους θεσμούς το πρόβλημα που ισχύει για τα επιχειρησιακά σωματεία: αφορούν μόλις το 3% των  επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα με βάση έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ που διεξήχθη το 2002 από το σύνολο των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων το 2,8% διαθέτει επιχειρησιακό σωματείο , το 1,1% συμβούλιο εργαζομένων και το 1% επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας.
   Από τα παραπάνω προκύπτει ότι βάσει νόμου έχει ουσιαστικά απαγορευθεί οποιαδήποτε μορφή συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων στο σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Αυτό φυσικά μεταξύ άλλων έχει οδηγήσει στην αύξηση του δείκτη παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας από μεριάς των εργοδοτών. Βεβαίως θα πρέπει να επισημάνουμε και τις ευθύνες των ίδιων των συνδικαλιστικών οργανώσεων για αυτήν την κατάσταση αφού δεν έχουν διεκδικήσει την προσαρμογή της νομοθεσίας στα δεδομένα της ντόπιας αγοράς εργασίας. Παρότι η ΓΣΕΕ έχει επεξεργαστεί προτάσεις για την αλλαγή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου οι οποίες υιοθετήθηκαν και από το 32ο οργανωτικό της συνέδριο το 2005 δεν έχει προχωρήσει σε κάποια συστηματική κινητοποίηση με στόχο την υλοποίηση αυτών των προτάσεων. ( Κουζής, 2007, σ.123-135, 163-174 )
   Τα τελευταία τρία χρόνια με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση οι ελληνικές κυβερνήσεις βρήκαν την ευκαιρία να προχωρήσουν σε μια σειρά παρεμβάσεων στο εργατικό δίκαιο δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση των μισθωτών εργαζομένων και αναδιανέμοντας τον πλούτο προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτές οι πολιτικές προωθούνται εδώ και δεκαετίες από ντόπιες εργοδοτικές οργανώσεις και διεθνείς φορείς στο  όνομα του συνδυασμού της ευελιξίας στην αγορά εργασίας με την ασφάλεια ( “flexicurity” ) όμως στα χρόνια της κρίσης βρήκαν το γόνιμο έδαφος για να ολοκληρωθούν και να θεσμοποιηθούν.  ( ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2011, σ. 283-287 )
   Έτσι έχουμε μια σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων του κράτους στην αγορά εργασίας από το2010 και μετά που  η  ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση στην Ελλάδα το 2011 συνοψίζει και αξιολογεί ως εξής:  “α) Τον N. υπ’ αριθ. 3833/2010 «Προστασία της οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», ο οποίος ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (ημερομηνία κατάθεσης: 3.3.2010 / ημερομηνία ψήφισης: 5.3.2010) και στόχο έχει να επιβάλει «άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για την εξοικονόμηση πόρων, με μείωση των δημόσιων δαπανών και αύξηση των φορολογικών εσόδων» (μείωση των αποδοχών στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις ΔΕΚΟ, απαγόρευση συνομολόγησης αυξήσεων, αναστολή και περιορισμός των προσλήψεων, αύξηση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης κλπ.).
β) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», ο οποίος επίσης ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (ημερομηνία κατάθεσης: 4.5.2010 / ημερομηνία ψήφισης:6.5.2010) και περιλαμβάνει με τη μορφή παραρτήματος: α) τη «Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ» της 25ης Μαρτίου 2010, με την οποία υιοθετείται η απόφαση για τη δημιουργία Μηχανισμού Δημοσιονομικής Σταθερότητας, β) τη «Δήλωση για τη Στήριξη της Ελλάδας από τα Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης» της 11ης Απριλίου 2010, με την οποία αποφασίζεται η ένταξη της Ελλάδας στον Μηχανισμό, με στόχο «να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ευρωζώνη, ως σύνολο», γ) το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» της 3ης Μαΐου 2010, όπου περιγράφονται οι βασικοί στόχοι του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, καθώς και το γενικό πλαίσιο πολιτικών (οικονομικών, δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών κλπ.) που καλείται η χώρα να ακολουθήσει και δ) το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» της 3ης Μαΐου 2010, το οποίο θέτει τους ειδικότερους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους του προγράμματος δημοσιονομικής σταθερότητας, από την επίτευξη των οποίων εξαρτάται η χορήγηση των τριμηνιαίων δόσεων του δανείου.
   Τα Μνημόνια θέτουν στην ουσία ένα λεπτομερέστατο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αναμένεται να έχει θεμελιώδεις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και λοιπές προεκτάσεις για τη χώρα. Παράλληλα, ο νόμος 3845/2010 προβλέπει περαιτέρω μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και των συντάξεων και εισάγει μέτρα ενίσχυσης της ευελιξίας των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα. Επίσης περικόπτει τον κατώτατο μισθό για τους νέους εργαζόμενους κατά παρέκκλιση από τις σχετικές ρυθμίσεις της ΕΓΣΣΕ.
γ) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3847/2010 «Επανακαθορισμός των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου», ο οποίος επίσης ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (ημερομηνία κατάθεσης: 5.5.2010 / ημερομηνία ψήφισης: 7.5.2010) και με τον οποίον περικόπτονται ο 13ος και ο 14ος μισθός (επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας) των συνταξιούχων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
δ) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3863/2010 «Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις για τις εργασιακές σχέσεις», ο οποίος, πέραν των συνταξιοδοτικών και κοινωνικοασφαλιστικών ρυθμίσεων που προβλέπει, εισάγει ρυθμίσεις εργασιακών θεμάτων «για τις ανάγκες εφαρμογής του Προγράμματος Σταθερότητας της Ελληνικής Οικονομίας» (διευκόλυνση των ομαδικών και ατομικών απολύσεων, μείωση του κόστους της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας,
περικοπή του κατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους κατά παρέκκλιση
από τα προβλεπόμενα από την εκάστοτε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ. Επίσης προβλέπει την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον θεσμό μεσολάβησης και διαιτησίας).
ε) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3871/2010 «Δημοσιονομική διαχείριση και ευθύνη», με τον οποίον «επιχειρείται η συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων» και ο οποίος ειδικότερα προβλέπει την κατάργηση των μεσολαβητικών συμφωνιών και διαιτητικών αποφάσεων που χορηγούν αυξήσεις μέχρι 31.6.2011, καθώς επίσης θέτει πλαφόν στις αντίστοιχες αυξήσεις για τα διαστήματα από 1.7.2011 – 31.6.2012 και 1.7.2012 –31.12.2012.
στ) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3891/2010 «Αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου
ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και άλλες διατάξεις για το σιδηροδρομικό τομέα», με τα άρθρα 15-21 του οποίου ρυθμίζονται θέματα προσωπικού στο πλαίσιο της επικείμενης αναδιάρθρωσης των εταιρειών. Προβλέπεται ειδικότερα διαδικασία μεταφοράς του πλεονάζοντος τακτικού προσωπικού των εταιρειών – που, σύμφωνα με το νόμο, ανέρχεται στα 2.351 άτομα – και ορίζεται ότι όσοι εργαζόμενοι εξακολουθήσουν να απασχολούνται σε εταιρία του ομίλου, λογίζεται κατά τεκμήριο ότι αποδέχονται κάθε μεταβολή συλλογικών και ατομικών συμβάσεων, όρων και συνθηκών εργασίας.
   Προβλέπεται εκ του νόμου η άμεση έναρξη της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και η κατάρτιση νέων Εσωτερικών Κανονισμών Λειτουργίας, καθώς και η κατάργηση του συνόλου των προϋφιστάμενων συλλογικών ρυθμίσεων (κανονισμών, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μεσολαβητικών συμφωνιών/ διαιτητικών αποφάσεων). Επιπλέον, τίθεται απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας υπογραφής των νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
ζ) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας», ο οποίος ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (ημερομηνία κατάθεσης: 9.12.2010 / ημερομηνία ψήφισης: 14.12.2010) και, πέραν των περαιτέρω μειώσεων μισθών των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και της επιπλέον αύξησης ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης που προβλέπει, εισάγει ρυθμίσεις με τις οποίες ανατρέπεται θεμελιωδώς το σύστημα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων (διάρρηξη της αρχής της ισχύος της ευνοϊκότερης ρύθμισης μέσω της αναγνώρισης των ειδικών επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας / περιορισμός του ΟΜΕΔ στον καθορισμό βασικού μισθού και ημερομισθίου, δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ και για την εργοδοτική πλευρά), καθώς επίσης εισάγει ρυθμίσεις για την ενίσχυση των ευέλικτων ατομικών εργασιακών σχέσεων (μείωση του κόστους της μερικής απασχόλησης, επέκταση της επιτρεπόμενης χρονικής διάρκειας επιβολής εκ περιτροπής εργασίας και εργασίας διαμέσου Εταιρίας Προσωρινής Απασχόλησης) και τη διευκόλυνση των απολύσεων (κατάργηση της αποζημίωσης απόλυσης, εφόσον η καταγγελία πραγματοποιείται πριν την συμπλήρωση 12μηνης απασχόλησης – χαρακτηρισμός του πρώτου έτους της απασχόλησης στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ως δοκιμαστικής περιόδου).
η) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3985/2011 «Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 - 2015», που ωστόσο δεν περιέχει κανόνες δικαίου, αλλά θέτει δημοσιονομικούς στόχους και βασικές πολιτικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες για τα επερχόμενα έτη (έως το 2015). Πέραν των λοιπών προβλέψεων, ο νόμος θέτει το πλαίσιο ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που αφορά το σύνολο σχεδόν των βασικών τομέων της επιχειρηματικής και ευρύτατους τομείς της κοινωφελούς δραστηριότητας του Δημοσίου, όπως τον τραπεζικό (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο,
Alpha Bank, ETE, Τράπεζα Πειραιώς, ΑΤΕ), την ενέργεια (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, Υποθαλάσσιο κοίτασμα φυσικού αερίου Ν. Καβάλας), τα τυχερά παιχνίδια (ΟΠΑΠ, Κρατικά Λαχεία, Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας), τις τηλεπικοινωνίες (ΟΤΕ), τα λιμάνια (ΟΛΠ, ΟΛΘ), τα αεροδρόμια (Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, Περιφερειακά Αεροδρόμια), τους αυτοκινητοδρόμους (Ελληνικοί Αυτοκινητόδρομοι, Εγνατία Οδός), τις σιδηροδρομικές μεταφορές (ΤΡΑΙΝΟΣΕ), τα ορυχεία, την διαχείριση υδάτων και αποβλήτων (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ), την άμυνα (ΕΑΣ) και την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου.
   Το ανωτέρω πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων θέτει βεβαίως ζητήματα περί της διαφύλαξης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και περί του είδους και της ποιότητας της προτεινόμενης αναπτυξιακής πολιτικής. Είναι παράλληλα απολύτως αναμενόμενο ότι η εφαρμογή του θα επιφέρει ριζικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και κατά συνέπεια ευρύτερα στην διαμόρφωση του προτύπου της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπως καταδεικνύεται άλλωστε και από το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του νόμου υπ’ αριθ. 3986/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 - 2015».
θ) Τον Ν. υπ’ αριθ. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 - 2015», που ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (ημερομηνία κατάθεσης: 27.6.2011 / ημερομηνία ψήφισης: 30.6.2011) και προβλέπει ειδικότερες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του πλαισίου που τίθεται με τον ανωτέρω νόμο υπ’ αριθ. 3895/2011, μέσω της σύστασης «Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (Ταμείο) με
στόχο, σύμφωνα με το άρθ. 1 παρ. 1, την «αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και περιουσιακών στοιχείων των δημοσίων επιχειρήσεων, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ.». Ορίζεται δε ότι τα έσοδα θα διατίθενται αφενός για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους αφετέρου για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων του Ταμείου.
   Αναδεικνύεται συνεπώς ότι τα έσοδα του Ταμείου θα εξυπηρετούν κατευθείαν τους δανειστές, καθώς και το ίδιο το Ταμείο. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το είδος της προτεινόμενης αναπτυξιακής πολιτικής είναι τουλάχιστον εξαιρετικά αμφίβολης ποιότητας και προοπτικής και δεν συμβιβάζεται με θεμελιώδεις συνταγματικούς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος, ούτε με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Φαίνεται ειδικότερα ότι προωθείται η τουριστική ανάπτυξη και η αναψυχή, κλάδοι περιορισμένης προστιθέμενης αξίας, που χαρακτηρίζονται για την προσωρινότητα
και την επισφάλεια της απασχόλησης, την χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας και την απορρόφηση «αναλώσιμου» προσωπικού χαμηλής ειδίκευσης και νεαρής ηλικίας, χωρίς να παρέχονται έστω μακροπρόθεσμα προοπτικές για βελτίωση των προσόντων, της απασχολησιμότητας και του βιοτικού του επιπέδου.
   Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι εντάσσονται και οι προηγηθείσες ρυθμίσεις για την κατάργηση του προβλεπόμενου από την ΕΓΣΣΕ κατώτατου μισθού για τους νέους, προκειμένου να γίνουν πιο «ελκυστικές» οι επενδύσεις. Όσον αφορά τα ζητήματα που αφορούν άμεσα τις εργασιακές σχέσεις, ο νόμος 3986/2010 προβλέπει περαιτέρω ρυθμίσεις για τον περιορισμό των προσλήψεων και τη μείωση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού στους κρατικούς φορείς και τις ΔΕΚΟ (επέκταση του κανόνα 1:5, πρόβλεψη διαδικασίας εξόδου μέσω ΑΣΕΠ), επεκτείνεται το πλαίσιο για την απασχόληση εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, επεκτείνεται η δυνατότητα εφαρμογής του θεσμού της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και επιπλέον διευρύνεται η δυνατότητα απασχόλησης νέων κάτω των 25 ετών με μισθό κατώτερο κατά 20% του προβλεπόμενου από την ΕΓΣΣΕ.
   Εξαιρετικά αξιοσημείωτη είναι η ρύθμιση του άρθρου 39: Προϋποθέσεις επιδότησης και οικονομική ενίσχυση των ανέργων, που περιορίζει σημαντικά την επιδότηση της ανεργίας, που ήδη είναι εξαιρετικά χαμηλή συγκρινόμενη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και δεδομένου ότι αφορά το πλέον αδύναμο κομμάτι της κάθε κοινωνίας και μάλιστα σε περίοδο που αναμένεται ραγδαία αύξηση του ποσοστού ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας.
   Στόχος των παρεμβάσεων που πραγματοποιούνται με τους προαναφερόμενους νόμους είναι αφενός η εξοικονόμηση πόρων, η οποία πραγματοποιείται με μέτρα όπως η μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά και η αύξηση των δημοσίων εσόδων, όχι μέσω της διαμόρφωσης ενός αποτελεσματικού κρατικού φοροεισπρακτικού μηχανισμού και ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος, αλλά με την αύξηση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, μέτρο που επιβαρύνει δυσανάλογα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την κατανάλωση.
   Αφετέρου οι παρεμβάσεις αυτές διαμορφώνουν μια ακόμα πιο ευέλικτη αγορά εργασίας χαμηλού εργασιακού κόστους, με ρυθμίσεις όπως η υιοθέτηση μέτρων που διευκολύνουν τις απολύσεις, η κατάργηση του κατώτατου μισθού που καθιερώνει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους νέους, η μείωση του κόστους για την υπερεργασία και την υπερωριακή εργασία, η ενίσχυση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα, η διάβρωση του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως προς την διαμόρφωση ενιαίου ελάχιστου επιπέδου όρων και συνθηκών εργασίας (παράκαμψη της αρχής της ισχύος ευνοϊκότερης ρύθμισης μέσω της υπογραφής ειδικών επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας) και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κλάδου.
   Παράλληλα, το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής φαίνεται ότι διαμορφώνει ένα πλαίσιο ανάπτυξης με βασικούς τομείς τον τουρισμό και την αναψυχή, κλάδους που χαρακτηρίζονται από την επισφάλεια της απασχόλησης, την αδήλωτη εργασία και την χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα. Οι επιμέρους ρυθμίσεις των ανωτέρω νόμων θίγουν τον πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανατρέπουν θεσμικές ρυθμίσεις που ενσωματώνονται στο Σύνταγμα και σε σειρά αναγνωρισμένων Διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών.  
   Με τις ρυθμίσεις αυτές, κατά προφανή παράβαση συνταγματικών κανόνων και των αρχών της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας και της προσφορότητας των μέτρων, επέρχεται απορρύθμιση του ισχύοντος προστατευτικού θεσμικού πλαισίου, ριζική ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικού κεκτημένου και κατάργηση/τροποποίηση διατάξεων που λειτούργησαν ομαλά επί σειρά δεκαετιών (πχ. ν.2112/1920, ν. 1876/1990, ν. 1387/1983).”  ( ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2011, σ. 287-293 )
    Στην ίδια λογική κινείται και ο νόμος Ν.3846/10 για τις “εγγυήσεις για την ασφάλεια των εργαζομένων” στον οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται διάταξη περί τεκμηρίου εξαρτημένης εργασίας ( το πρόβλημα με μισθωτούς που απασχολούνται με συμβάσεις αυτοαπασχολούμενου που έχουμε αναφέρει και παραπάνω ) όπου απαιτείται από τον εργαζόμενο συνεχή σύμβαση τουλάχιστον εννέα μηνών στον ίδιο εργοδότη για να αποδείξει ότι υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας ενώ ο προηγούμενος νόμος δεν έθετε χρονικό όριο. Είναι προφανές ότι αυτό δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την ένταξη αυτών των εργαζομένων σε σωματεία εφόσον όπως προείπαμε ο νόμος απαιτεί αποδεδειγμένη σχέση εξαρτημένης εργασίας για την εγγραφή κάποιου εργάτη ως μέλος σε εργατικό σωματείο. Στον ίδιο νόμο περιέχονται διατάξεις που επεκτείνουν τη μερική απασχόληση στο σύνολο του δημοσίου τομέα και διευκολύνουν τις ομαδικές απολύσεις. ( Κουζής, κ.α., 2011, σ. 186-187 )
   Την εικόνα της κρατικής παρέμβασης στο εργασιακό ζήτημα ολοκληρώνουν δύο ακόμα νομοθετικές ρυθμίσεις: ο Ν. 4024/2011 όπου περιλαμβάνονται η εκπροσώπηση των εργαζομένων από ενώσεις προσώπων ( κάτι που διευκολύνει τους εργοδότες να εμφανίζουν συναίνεση των εργαζομένων τους σε μειώσεις μισθών , κλπ. ), η κατάργηση της προστατευτικής αρχής της εύνοιας, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας όταν οι πρώτες είναι χειρότερες για τους εργαζόμενους, η κατάργηση της επέκτασης της εφαρμογής των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η νομοθετική παρέμβαση –πέρα από τη δραστική μείωση των αποδοχών– ολοκληρωτικής κατάργησης των ΣΣΕ και εφαρμογής ενιαίου μισθολογίου στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται καθολικά από ΣΣΕ, η διαπραγμάτευση των οποίων έχει ήδη απαγορευθεί για μισθολογικές αυξήσεις και οι κεκαλυμμένες ομαδικές απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που εντάσσονται στο καθεστώς της «εργασιακής εφεδρείας». ( Κουζής, κ.α., 2011, σ.191 )
   Και τέλος με τα μέτρα του δεύτερου μνημονίου  ( ΦΕΚ28/Α, 14/2/2012. ΑΡΘΡΟ 4, παρ. 3: 801 )  νομοθετείται  εκτός των άλλων το “δικαίωμα” του κράτους να παρεμβαίνει στο ύψος του κατώτατου μισθού αναθεωρώντας προς τα κάτω την  Εθνική Συλλογική Σύμβαση εργαζομένων – εργοδοτών. Ήδη ο βασικός μηνιαίος μισθός σύμφωνα με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ( ΦΕΚ 38/Α, 28/2/2012 ) μειώθηκε κατά 22% από το ποσό της ισχύουσας ΕΓΣΕΕ της 15/7/2010 φθάνοντας τα 585,11 ευρώ μεικτά και κατά 32% για τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών φθάνοντας τα 357 ευρώ μεικτά. Οι μειώσεις αυτές ισχύουν αναδρομικά από 14/2/2012 και η προσαρμογή προς τα κάτω των μισθών δεν προϋποθέτει τη συμφωνία των εργαζομένων.  Αναλογικά φυσικά με τον κατώτατο μισθό μειώθηκαν το επίδομα ανεργίας και διάφορα άλλα επιδόματα. ( Δρουκόπουλος, 2012, σ. 33-35 )
  Βλέπουμε ότι αν και ο άμεσος κρατικός παρεμβατισμός της δικαστικής εξουσίας μέσω διορισμού αρεστών στην εκάστοτε κυβέρνηση διοικήσεων στη ΓΣΕΕ σταματάει στα τέλη της δεκαετίας του '80 το κράτος μέσω της νομοθετικής εξουσίας συνεχίζει τις παρεμβάσεις του και μάλιστα όπως γίνεται ολοφάνερο από τα παραπάνω μέτρα λειτουργώντας μεροληπτικά υπέρ της εργοδοσίας.
    Ένα άλλο χαρακτηριστικό που δείχνει τη διαρκή κρίση του ελλαδικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και την εξάρτησή του από το  κράτος είναι η χρηματοδότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η κύρια πηγή οικονομικής χρηματοδότησης των συνδικάτων είναι οι συνδρομές των μελών τους στον ελλαδικό χώρο αυτές έχουν συμβολικό μόνο χαρακτήρα. Η βασική πηγή οικονομικών πόρων για τα συνδικάτα είναι ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας που εποπτεύεται από το υπουργείο εργασίας και στο διοικητικό του συμβούλιο συμμετέχουν εκπρόσωποι του κράτους, των συνδικάτων και των εργοδοτών. Τα έσοδα του οργανισμού προέρχονται από τις εισφορές του συνόλου των εργαζομένων και των εργοδοτών επί των μισθών (0,25% και 0,25% ).
   Ο οργανισμός Εργατικής Εστίας ιδρύεται το 1931  ( Ν.5204/31 ) προκειμένου να ελεγχθεί το συνδικαλιστικό κίνημα και να αποκλεισθούν από τη χρηματοδότηση τα μη αρεστά στο κράτος σωματεία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά θεσπίζεται υποχρεωτική εισφορά των
 εργαζομένων υπέρ της ελεγχόμενης από το καθεστώς ΓΣΕΕ. Η οικονομική εξάρτηση των συνδικάτων από το κράτος συνεχίζεται μέχρι το 1982 όπου ψηφίζεται ο νόμος “για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος”  ( 1264/82 ) ο οποίος προβλέπει προσωρινή χρηματοδότηση των συνδικάτων από τον ΟΕΕ μέχρι την οριστική λύση της πλήρους ανεξαρτησίας και της οικονομικής τους αυτονομίας. Ωστόσο η οικονομική εξάρτηση των συνδικάτων συνεχίζεται  μέχρι σήμερα.
   Τη δεκαετία του 1980 υπάρχουν περίοδοι όπου το 70% των πόρων του οργανισμού κατευθύνονται προς τα συνδικάτα. Επίσης ο εκάστοτε υπουργός εργασίας έχει από το νόμο δικαίωμα να παραχωρεί το 8% των αδιάθετων πόρων του Οργανισμού Εργατικής Εστίας σε  φιλοκυβερνητικές οργανώσεις της επιλογής του. Η οικονομική εξάρτηση των συνδικάτων χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις ως εργαλείο πίεσης προς αυτά για να  μην ασκούν πραγματική εργατική αντιπολίτευση. Έτσι την περίοδο 1990-93 η κυβέρνηση θέλοντας να ανακόψει τις δυναμικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων πέρασε νόμο ( Ν.1915/90 ) για τη σημαντική μείωση της χρηματοδότησης των συνδικάτων στην προοπτική της πλήρους κατάργησής της με σκοπό να  τα οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία. Τελικά η χρηματοδότηση των συνδικάτων διατηρήθηκε στο 25% των πόρων του ΟΕΕ ενώ το υπόλοιπο 75% διατίθεται για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής υπέρ των μισθωτών και των συνταξιούχων.
   Η οικονομική εξάρτηση των σωματείων, ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα, συνοδεύεται και από την έλλειψη απεργιακών ταμείων. Τα απεργιακά ταμεία είναι ένας θεσμός που συναντάται σε αρκετές συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ευρώπης και ο λόγος ύπαρξής τους είναι η κάλυψη των ημερομισθίων που χάνουν οι εργαζόμενοι σε περιπτώσεις απεργιών διαρκείας. Τα απεργιακά ταμεία δημιουργούνται είτε κεντρικά σε επίπεδο συνομοσπονδίας και στη συνέχεια κατευθύνονται προς την ενίσχυση επιμέρους απεργιακών αγώνων, είτε λειτουργούν στο πλαίσιο κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
   Όσον αφορά λοιπόν τον ελλαδικό χώρο η οικονομική εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από το κράτος και τους εργοδότες πλήττει την αυτονομία τους και τον αγωνιστικό τους χαρακτήρα, υποβαθμίζει τη συνδικαλιστική συνδρομή των μελών σε συμβολική ή ανύπαρκτη εμποδίζοντας το χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στα απλά μέλη και τη διοίκηση του συνδικάτου και υπονομεύει έτσι την κινηματική φύση των σωματείων. Σε συνδυασμό μάλιστα με την έλλειψη απεργιακών ταμείων καθιστά πολύ δύσκολη την οργάνωση απεργιακών κινητοποιήσεων που να έχουν διάρκεια και να μπορούν να γίνουν πραγματικά απειλητικές για την εργοδοσία ώστε να έχουν σημαντικές πιθανότητες να πετύχουν τους στόχους τους.( Κουζής, 2007, σ.175-189 )
   Η κρατική παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα γίνεται όπως είδαμε και από τη σύντομη ιστορική αναδρομή που πραγματοποιήσαμε παραπάνω πέρα από την άμεση και σκληρή καταστολή  και μέσα από τις κρατικά ελεγχόμενες παρατάξεις που παρεμβαίνουν στο εσωτερικό των σωματείων. Οι διαρκείς παρεμβάσεις με σκοπό τον έλεγχο των συνδικάτων και τον αποκλεισμό από αυτά των ταξικών συνδικαλιστικών δυνάμεων και οι προσπάθειες των δεύτερων να επιβιώσουν από τις κρατικές επιθέσεις σε συνδυασμό με την κυριαρχία στην αριστερά της αντίληψης ότι η απελευθέρωση των εργαζομένων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από ένα επαναστατικό κόμμα κι επομένως τα συνδικάτα αποτελούν απλά ένα πεδίο προπαγάνδας των ιδεών της πρωτοπορίας στις εργατικές μάζες και όχι ένα πεδίο που οι εργάτες διαμορφώνουν τη δική τους αυτόνομη πολιτική  έχουν οδηγήσει όχι απλά στην ιδεολογική και πολιτική διαπάλη των διαφόρων ρευμάτων στο εσωτερικό των συνδικάτων, αλλά στην περιχαράκωση τους σε παραταξιακές και κομματικές λογικές και συμφέροντα και στην επικράτηση της πολιτικής ταυτότητας έναντι της  κοινής κοινωνικής-ταξικής  θέσης του εργαζόμενου.
   Μετά την πτώση της χούντας οι παραταξιακές λογικές συνεχίζονται, συνταγματικά κατοχυρωμένες πλέον, και κάθε κόμμα έχει τη δική του παράταξη που ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τον πολιτικό φορέα που την ελέγχει. Έτσι σήμερα στο συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούν οι παρακάτω κομματικά ελεγχόμενες παρατάξεις: Πανελλήνια Αγωνιστική Συνδικαλιστική Κίνηση ( ΠΑΣΚΕ) που πρόσκειται στο ΠΑΣΟΚ και δημιουργείται αμέσως μετά την ίδρυσή του, Δημοκρατική Αγωνιστική Κίνηση Εργαζομένων ( ΔΑΚΕ ) που πρόσκειται στη Νέα Δημοκρατία και αποτελεί μετεξέλιξη της Ανεξάρτητης Δημοκρατικής Συνδικαλιστικής Κίνησης ( ΑΣΔΗΚ ), Πανεργατικό Μέτωπο ( ΠΑΜΕ ) που πρόσκειται στο ΚΚΕ και αποτελεί πολιτικό-συνδικαλιστικό μέτωπο που συσπειρώνει τα σωματεία στα οποία κυριαρχεί η ελεγχόμενη από το ΚΚΕ παράταξη της Ενιαίας Συνδικαλιστικής Αγωνιστικής Κίνησης και Αυτόνομη Παρέμβαση ( ΑΠ ) που πρόσκειται στο συνασπισμό.
   Συνέπειες της κυριαρχίας της παραταξιακής λογικής έναντι της ταξικής-συνδικαλιστικής κουλτούρας είναι μεταξύ άλλων: η συχνή καταγραφή μεγαλύτερου βαθμού κινητοποίησης των παρατάξεων για τις συνδικαλιστικές εκλογές σε σχέση με το βαθμό κινητοποίησης ακόμα και για ομόφωνες αποφάσεις των συνδικάτων που αφορούν συμμετοχή σε απεργίες,κλπ., η δημιουργία νέων σωματείων με σκοπό τον παραταξιακό έλεγχο τους κατακερματίζοντας περαιτέρω τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η λειτουργία των παρατάξεων ως “φράξιες” στο εσωτερικό των σωματείων που προσπαθούν να περάσουν με κάθε τρόπο τις κομματικές αποφάσεις ως αποφάσεις των σωματείων,κλπ. Έτσι  σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό χώρο όπου κυριαρχεί ο συνδικαλιστικός πλουραλισμός εδώ έχουμε ένα ουσιαστικά διασπασμένο εργατικό κίνημα με μια τυπική έκφραση σε ένα  ενιαίο οργανωτικό σχήμα που κατέχει το μονοπώλιο της συνδικαλιστικής έκφρασης σε τριτοβάθμιο επίπεδο. ( Κουζής, 2007, σ.190-220 )
  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει παρά το ότι η άμεση κρατική παρέμβαση στις εσωτερικές διαδικασίες των σωματείων έχει σταματήσει από το 1990 και μετά, αυτό δεν οδήγησε σε μια ριζοσπαστικοποίηση του λόγου, των αιτημάτων και των δράσεων των συνδικάτων, αλλά αντίθετα στην υιοθέτηση ενός πιο τεχνοκρατικού και συναινετικού ( απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος ) λόγου και  των αντίστοιχων πρακτικών που απορρέουν από αυτόν.  Ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε σε μια τέτοια εξέλιξη είναι και η έντονη παραταξιοποίηση του συνδικαλισμού που αναλύσαμε μόλις παραπάνω.
    Όπως είδαμε, ιστορικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις χαρακτηρίζονται από έναν εσωτερικό διχασμό ανάμεσα στις δυνάμεις που παρά τις διαφορές τους αναφέρονται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και σε εκείνες τις δυνάμεις που είναι ελεγχόμενες από την κρατική εξουσία και η συνέχιση της ύπαρξής τους προϋποθέτει ένα συνδικαλισμό που να συναινεί διαρκώς στην εκάστοτε κυβέρνηση και τους εργοδότες. Ο άμεσος κρατικός έλεγχος στο εσωτερικό των σωματείων λοιπόν αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον έμμεσο έλεγχο τους μέσα από τις κρατικά ελεγχόμενες παρατάξεις.
   Η φιλοκυβερνητική πλέον παράταξη της ΠΑΣΚΕ κυριαρχεί στα συνδικάτα έχοντας χάσει την όποια ριζοσπαστικότητα του παρελθόντος της, ενώ η ανάδειξη της επίσης φιλοκυβερνητικής παράταξης ΔΑΚΕ ως δεύτερης συνδικαλιστικής δύναμης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά έχει ως αποτέλεσμα οι παρατάξεις που συνδέονται με τα κόμματα της κυβερνητικής εξουσίας να εκπροσωπούν τα3/4 περίπου των μελών των συνδικάτων προωθώντας τη λογική της συναίνεσης και της ταξικής συνεργασίας. Παράλληλα οι παρατάξεις που ελέγχονται από  αριστερά κόμματα και εκφράζουν έναν πιο ταξικό και συγκρουσιακό λόγο μετατρέπονται σε μειοψηφία. Πέρα  όμως από αυτό η ολοκλήρωση της μετάβασης των χωρών του ανατολικού μπλοκ στον ιδιωτικό καπιταλισμό το 1989 και η συμμετοχή του  ενιαίου ΚΚΕ στην κυβέρνηση μαζί με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ είναι προφανές ότι  ενισχύει το κλίμα της συναίνεσης και της “εθνικής ενότητας” και μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα έστω και με τις αριστερές παρατάξεις στο ρόλο της εσωτερικής αντιπολίτευσης.
  Η πλειοψηφία της διοίκησης των συνδικάτων υιοθετεί ως εθνικό στόχο την ένταξη του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ και στο πλαίσιο αυτό συναινεί στις κυβερνητικές εισοδηματικές πολιτικές με στόχο τη νομισματική σύγκλιση. Ανάλογα κλίμα ευρείας πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης επικράτησε  και εν όψει της ανάληψης των ολυμπιακών αγώνων από την Αθήνα το 2004  παρά την εντατικοποίηση των συνθηκών εργασίας και την έλλειψη μέτρων ασφαλείας στα ολυμπιακά έργα που οδήγησαν στην κατακόρυφη αύξηση των εργατικών ατυχημάτων. Σε γενικές γραμμές οι διεκδικήσεις των συνδικάτων κινούνται σε πλαίσια μη αμφισβήτησης των κοινοτικών κατευθύνσεων αναφορικά με τα κριτήρια σύγκλισης όπως ο πληθωρισμός, το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί το λεγόμενο κοινωνικό διάλογο και το συναινετικό μοντέλο επίλυσης διαφορών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας.
   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δημιουργούνται στην Ελλάδα θεσμοί “κοινωνικού διαλόγου” που επίσης βοηθούν στη συναινετική διαπραγμάτευση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας. Με το νόμο Ν.1876/90 καθιερώνονται οι ελεύθερες  από κρατικές παρεμβάσεις συλλογικές διαπραγματεύσεις των συλλογικών οργάνων των εργοδοτών και των εργαζομένων. Σε περίπτωση που καταλήξουν σε αδιέξοδο αναλαμβάνει τη λήψη μιας απόφασης που θα δεσμεύει και τις δύο πλευρές ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας ( ΟΜΕΔ ). Αναγνωρίζονται επίσης οι κλαδικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις.
   Με το νόμο αυτόν αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των συλλογικών συμβάσεων από τις 276 ΣΣΕ το 1989 στις 455 το 2006. Επιπλέον ο ΟΜΕΔ αντικαθιστά τα διαιτητικά διοικητικά δικαστήρια παρέχοντας και υπηρεσίες μεσολάβησης, ενώ ενισχύεται ο ρόλος της συλλογικής διαπραγμάτευσης έναντι των διαιτητικών αποφάσεων ως τρόπος επίλυσης διαφορών. Συγκρίνοντας με την προ του νόμου περίοδο λοιπόν βλέπουμε το εξής: την περίοδο 1975-1991 οι συλλογικές συμβάσεις αντιπροσωπεύουν από το 42,7 %  ( 1986 ) έως το 76,7% ( 1991 ) των συλλογικών ρυθμίσεων έναντι των διαιτητικών αποφάσεων, από το 1992 και μετά αντιπροσωπεύουν σταθερά πάνω από το 81% του συνόλου των ρυθμίσεων αγγίζοντας το 90,3% το 2003. 
    Με το νόμο Ν.2232/94 ιδρύεται η ΟΚΕ ( Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ) με στόχο την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου για θέματα ευρύτερου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος στα πρότυπα του αντίστοιχου θεσμού της Ε.Ε. Η ΟΚΕ αποτελείται από εκπροσώπους των εργοδοτών, των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων και καταθέτει συμβουλευτική γνώμη προς την κυβέρνηση ως προς τη λήψη μέτρων σε καθορισμένα θέματα. Η γνωμοδότηση της ΟΚΕ είναι υποχρεωτική πριν από την ψήφιση μιας σειράς νόμων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Επίσης η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προσφεύγει σε αυτήν όποτε το κρίνει αναγκαίο ενώ και η ίδια η ΟΚΕ μπορεί με δική της πρωτοβουλία να γνωμοδοτεί για όποιο θέμα κρίνει σημαντικό. Οι γνωμοδοτήσεις της ΟΚΕ διακρίνονται σε ομόφωνες και σε εκείνες που φέρουν τουλάχιστον δύο διαφορετικές απόψεις. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι σε πολλές περιπτώσεις το κράτος έχει αρνηθεί να υιοθετήσει ομόφωνες γνωμοδοτήσεις της ΟΚΕ για διάφορα μέτρα.
   Διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου τυπικού ή άτυπου χαρακτήρα αναπτύσσονται για συγκεκριμένα θέματα σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο όπως πχ. η Επιτροπή διαλόγου για το χρόνο εργασίας. Επίσης εκπρόσωποι των συνδικάτων συμμετέχουν σε μια σειρά θεσμούς όπως στη διοίκηση των ασφαλιστικών ταμείων, του ΟΑΕΔ, του ΟΕΕ και άλλους, σε θεσμούς διμερούς εκπροσώπησης και επιτροπές εθνικής ή τοπικής κλίμακας. Το 2007 οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ σε τέτοιους φορείς αγγίζουν τους 150. Από κοινού εργαζόμενοι και εργοδότες μέσα από συμφωνίες στις ΣΣΕ ιδρύουν  θεσμούς για ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα όπως ο Λογαριασμός για την Ανεργία και την Επαγγελματική Εκπαίδευση ( ΛΑΕΚ ) και το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας ( ΕΛΙΝΥΑΕ ).
   Παράλληλα η μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας των συνδικάτων και ο δυσμενής συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας διευκολύνει την περαιτέρω υιοθέτηση συναινετικών πρακτικών από τα συνδικάτα. Είναι ενδεικτικό ότι με βάση τα στοιχεία του υπουργείου εργασίας ( τα οποία ωστόσο αμφισβητούνται τόσο ως προς τη μεθοδολογία βάσει της οποίας συλλέχθηκαν όσο και ως προς το κατά πόσο αποτυπώνουν την πραγματικότητα  ενώ παρουσιάζουν και πολλά χρονικά κενά στις μετρήσεις ειδικά από το 2000 και μετά) η μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά περίοδος με υψηλό αριθμό απεργιών και υψηλή συμμετοχή στις απεργίες αυτές καταγράφεται από το 1976 μέχρι το 1990. Από το 1994 και μετά υπάρχει σημαντική πτώση του αριθμού των απεργιών και των απεργών. Από τις 200 έως 1000 απεργίες των προηγούμενων χρόνων ο αριθμός τους μειώνεται από 30 -83 την περίοδο 1994-1999. ( Κουζής, 2007, σ. 221-250 )
 Τι αποτελέσματα λοιπόν έχει η υιοθέτηση από μεριάς Γ.Σ.Ε.Ε. της συναίνεσης απέναντι στους εθνικούς στόχους της οικονομίας;  Μεταξύ άλλων την ενίσχυση των εργοδοτικών οργανώσεων και την νομιμοποίηση του λόγου τους καθώς και την υπογραφή από τη συνομοσπονδία συλλογικών συμβάσεων εργασίας που αποδέχονται τη συγκράτηση των αμοιβών των εργαζομένων προς όφελος της επίτευξης των εθνικών αυτών στόχων:  “επομένως τόσο σε συμβολικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο μέσω της συναίνεσης και της ανάδειξης σε εθνικούς στόχους μιας σειράς στόχων, οι οποίοι σε πρώτο επίπεδο ήταν επιλογές και προστάγματα των επιχειρήσεων και των συλλογικών οργάνων εκπροσώπησης τους, νομιμοποιούνται κυρίως οι στρατηγικές επιλογές των εργοδοτικών οργανώσεων.” ( Αρανίτου, 2007: 32 ) Επίσης μείωση των απεργιακών κινητοποιήσεων και μετατροπή τους σε συμβολικές διαμαρτυρίες παρά σε πραγματικές διεκδικήσεις, σημαντικές και διαρκώς επιταχυνόμενες μειώσεις του εισοδήματος των μισθωτών, αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος των εργαζομένων, αύξηση της ανεργίας, μεγάλες αποκλίσεις του επιδόματος ανεργίας από τον κατώτατο βασικό μισθό, αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και των νόμιμων και παράνομων υπερωριών, μείωση ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα, κ.α. ( Δεδουσόπουλος, 2007: 110-142 )
    Παράλληλα με τη στροφή των συνδικάτων προς πιο συναινετικές πρακτικές βλέπουμε τη χειροτέρευση των  υλικών όρων ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Η αξία της εργατικής δύναμης μειώνεται άμεσα και έμμεσα σε σύγκριση με την ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ το κύρος των εργοδοτικών οργανώσεων αυξάνεται μέσα από την αναγνώρισή τους από τις επίσημες οργανώσεις των εργαζομένων ως ισότιμων “κοινωνικών εταίρων” .
   Φυσικά η χειροτέρευση της θέσης της εργασίας έναντι του κεφαλαίου δεν μπορεί να αποδοθεί μονοσήμαντα στην αλλαγή στάσης των συνδικάτων μόνο και μόνο λόγω της χρονικής σύμπτωσης αυτών των δύο γεγονότων, αφού είναι πιθανό να οφείλεται και σε μια σειρά άλλων παραγόντων που μπορεί να έχουν να κάνουν με την κατάσταση της οικονομίας, την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ευρύτερα στις κοινωνίες της δύσης, κλπ. Δεν μπορούμε λοιπόν να αιτιολογήσουμε τη δυσμενή θέση των εργαζομένων με βάση τη μη συγκρουσιακή στάση των συνδικαλιστικών οργανώσεων απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία. Μπορούμε ωστόσο με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι η συναινετική αυτή στάση όχι μόνο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τη χειροτέρευση της θέσης των μισθωτών από το 1990 και μετά, αλλά οδήγησε σε περαιτέρω μείωση της συνδικαλιστικής τους πυκνότητας, της δύναμής τους και της αξιοπιστίας τους ( Seferiades, 1999 )
   Τα τελευταία μάλιστα χρόνια με αφορμή την οικονομική κρίση είδαμε παραπάνω ότι η θεσμική αναγνώριση των συνδικάτων και το συναινετικό μοντέλο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας σε μεγάλο βαθμό καταργήθηκε νομοθετικά με πρωτοβουλίες του ίδιου του κράτους. Αυτό  μπορεί να μας θυμίσει τηρουμένων των αναλογιών τις αντίστοιχες εμπειρίες του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη όπου η κινηματική δράση των συνδικάτων οδήγησε στη θεσμοποίηση τους ως μεσολαβητικών οργανώσεων μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αλλά η θεσμοποίηση αυτή οδήγησε στην αποκοπή της ηγεσίας των συνδικάτων από τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα της βάσης με αποτέλεσμα τα συνδικάτα να χάσουν τη δυνατότητα κινητοποίησης μεγάλου αριθμού μελών κάτι που με τη σειρά του οδήγησε τις εκεί κυβερνήσεις και εργοδοτικές οργανώσεις να στερήσουν τελικά τα συνδικάτα από αυτή τη θεσμική αναγνώριση.
   Τελειώνοντας την ανάλυση μας πάνω σε κάποια βασικά αίτια της κρίσης του ελλαδικού συνδικαλιστικού κινήματος δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και την έλλειψη διεθνιστικού προσανατολισμού που το χαρακτηρίζει. Από τον καιρό της Α' Διεθνούς η ένωση των προλετάριων όλων των χωρών δεν ήταν απλά ένα σύνθημα αλλά όρος επιβίωσης τους απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου, που όταν οι οργανωμένες εργατικές τάξεις της Ευρώπης το “ξέχασαν” το πλήρωσαν με αίμα ( βλέπε δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ). Ειδικά στο σημερινό περιβάλλον που με αφορμή τη διεθνή οικονομική κρίση η αξία της εργατικής δύναμης υποτιμάται ακόμα περισσότερο προβάλλει επιτακτική ή ανάγκη του συντονισμού και της αλληλεγγύης για τα εργατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο.
   Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα του ελλαδικού χώρου  μέχρι σήμερα όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις έχει περιοριστεί σε αποστολές Ελλήνων συνδικαλιστών σε προγράμματα συνδικαλιστικής επιμόρφωσης που διοργανώνουν άλλα ευρωπαϊκά συνδικάτα χωρίς όμως να έχει  αναπτύξει μια συστηματική συνεργασία και συντονισμό με αυτά. Παρότι η ευρωπαϊκή κοινοτική οδηγία 94/45 παρέχει τη δυνατότητα σύστασης θεσμών εργατικής συμμετοχής  υπερεθνικού χαρακτήρα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή από τις 200 πολυεθνικές εταιρείες του ελλαδικού χώρου που εντάσσονται στην κοινοτική οδηγία μόνο 90 έχουν συστήσει ευρωπαϊκά συμβούλια και μόνο στο 55% αυτών των συμβουλίων συμμετέχουν εκπρόσωποι των ελληνικών συνδικάτων. Μάλιστα το 29% των Ελλήνων εκπροσώπων δεν γνωρίζει καμία ξένη γλώσσα! Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως για τους συγκεκριμένους θεσμούς έχει ασκηθεί κριτική συνολικά από τα ευρωπαϊκά συνδικάτα ότι δεν έχουν ουσιαστικές αρμοδιότητες.
   Ένα ακόμα στοιχείο ενδεικτικό της έλλειψης διεθνιστικού προσανατολισμού των ντόπιων συνδικάτων είναι η μη αξιοποίηση της διάταξης του Ν.1264/82 ( άρθρο 12 ) περί απεργίας αλληλεγγύης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι εργαζόμενοι μιας πολυεθνικής επιχείρησης στην Ελλάδα μπορούν να διεξαγάγουν απεργία σε ένδειξη αλληλεγγύης προς συναδέλφους τους που απεργούν σε άλλη χώρα  αλλά ανήκουν στην ίδια επιχείρηση, με τον όρο ότι τα αίτια της απεργίας στην άλλη χώρα επηρεάζουν και τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στην Ελλάδα. Η διάταξη αυτή παραμένει ανενεργή από την ημέρα της ψήφισης της μέχρι σήμερα.
   Κάποια αίτια για αυτή την έλλειψη διεθνών συνεργασιών των ελληνικών συνδικάτων μπορούμε να εντοπίσουμε στον εγκλωβισμό τους σε εσωτερικές παραταξιακές κόντρες για θέματα εγχώριου ενδιαφέροντος, στις διαφορετικές ιδεολογικές- πολιτικές κατευθύνσεις κάποιων ντόπιων σωματείων σε σχέση με τα αντίστοιχα διεθνή, στη γεωγραφική θέση της Ελλάδας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και στην άγνοια-αδιαφορία μεγάλου μέρους των Ελλήνων συνδικαλιστών για την κατάσταση των εργασιακών σχέσεων στην Ευρώπη και τον κόσμο. Το πρόβλημα πάντως δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα του ντόπιου συνδικαλισμού αλλά γενικότερο έλλειμμα του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος όχι όμως στον ίδιο βαθμό με το κίνημα στην Ελλάδα που ο διεθνισμός του έχει μείνει προς το παρόν σε επίπεδο διακηρύξεων. ( Κουζής, 2007, σ.251-263 )

   Επιστρέφοντας στα ερωτήματα που θέσαμε πριν την επιγραμματική αυτή αναδρομή στην ιστορία του ελλαδικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος για τη σχέση των θεωριών του αναρχοσυνδικαλισμού, του μαρξισμού και του πλουραλισμού με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Ελλάδας μπορούμε να διαπιστώσουμε πως καθοριστική ήταν για την ανάπτυξη του η επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας στις διάφορες εκδοχές της. Ο αναρχοσυνδικαλισμός διαδραμάτισε βασικό ρόλο στη δημιουργία των πρώτων συνδικαλιστικών κινήσεων στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά κάτω από το βάρος της δολοφονικής κρατικής καταστολής και σε συνδυασμό με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917, που λειτούργησε ως πρότυπο για τους ντόπιους εργάτες, υποχώρησε δίνοντας τη θέση του στους μαρξιστές.
  Έτσι η ΓΣΕΕ στο λόγο της μιλά για τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας συνολικά και όχι μόνο των μελών της ενώ στο καταστατικό της αναφέρεται ως τελική επιδίωξη της συνομοσπονδίας η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. ( ΓΣΕΕ, 1992, σ.10 )  Ακόμα και σε περιόδους που η ΓΣΕΕ ελέγχεται από δεξιές ή ακροδεξιές δυνάμεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα σε μεγάλα τμήματα της οργανωμένης εργατικής τάξης κυριαρχεί ένα συλλογικό φαντασιακό που αναγνωρίζει την ανάγκη για την οργάνωση της ταξικής πάλης.
   Η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται  από το 1990 και μετά όπου αφενός το πέρασμα των χωρών του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ στον ιδιωτικό καπιταλισμό κάνει κάποιους εργαζομένους να αμφισβητήσουν κάθε δυνατότητα χειραφέτησης του κόσμου της εργασίας και ωθεί τα κόμματα της αριστεράς σε  αναδίπλωση, αφετέρου το ΠΑΣΟΚ έχει εγκαταλείψει ήδη από τα μέσα του 1980 κάθε σοσιαλδημοκρατική αναφορά υιοθετώντας ουσιαστικά νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και ο κόσμος που το ακολουθεί μέσα στο εργατικό κίνημα φαίνεται να μην ελπίζει πια στη βελτίωση της θέσης του μέσα από συλλογικές λύσεις αλλά μέσα από την πρόσβαση που διαθέτει στους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας.
   Έτσι αν δούμε το λόγο που επιλέγει να χρησιμοποιήσει η ηγεσία των συνδικαλιστικών οργανώσεων από το 1990 και μετά θα λέγαμε ότι αυτός προσιδιάζει στις πλουραλιστικές αντιλήψεις για τα συνδικάτα  που αναλύσαμε στην αρχή της εργασίας μας με την έννοια ότι αναγνωρίζει ένα δημόσιο εθνικό συμφέρον που υπερβαίνει τα επιμέρους συμφέροντα των διαφόρων “ομάδων πίεσης” και προσαρμόζει τις διεκδικήσεις των συνδικάτων σε αυτό, ενώ θεωρεί ότι το κράτος αποτελεί τον λίγο έως πολύ αμερόληπτο φρουρό αυτού του συμφέροντος
   Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στην περίοδο από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το  1917 κυριαρχούν οι αναρχοσυνδικαλιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, από το 1918 μέχρι το 1989 οι μαρξιστογενείς και από το 1990 μέχρι σήμερα οι πλουραλιστικές. Βεβαίως η περιοδολόγηση αυτή είναι σχηματική και είναι προφανές ότι σε κάθε περίοδο αντιλήψεις και των τριών ρευμάτων και πολλών άλλων ακόμα είναι πιθανόν να συνυπάρχουν στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, ωστόσο θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση βοηθάει στο να αναδειχθεί πιο ρεύμα σκέψης έχει την ιδεολογική ηγεμονία στο κίνημα σε κάθε χρονική περίοδο.

5.ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
 Επιστρέφοντας στο ζήτημα της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος θα εξετάσουμε τη συζήτηση που έχει ανοίξει τόσο διεθνώς όσο και ( πιο περιορισμένα ) στην  Ελλάδα για τις προοπτικές υπέρβασής της. Ένας όρος που συναντάται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία περί κρίσης των συνδικάτων είναι αυτός της συνδικαλιστικής αναζωογόνησης ( union revitalization ).  Ο όρος αυτός, αν και είναι δύσκολο να οριστεί, χαρακτηρίζει τις προσπάθειες των σωματείων να ξεπεράσουν αυτό που περιγράφεται  ως κρίση των εργατικών συνδικάτων και συνίσταται μεταξύ άλλων στη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, την αδυναμία κινητοποίησης των μελών τους, την αναποτελεσματικότητα τους στη διεκδίκηση των αιτημάτων τους, αδυναμία καθορισμού μιας ατζέντας αιτημάτων που να καλύπτει τα συμφέροντα του συνόλου των μισθωτών,  τη θεσμική απονομιμοποίηση τους, κ.α. (  Fredge and Kelly, 2003 ) 
   Η συνδικαλιστική αναζωογόνηση σχετίζεται με τη διαπραγματευτική και πολιτική ισχύ των συνδικάτων, την συνδικαλιστική τους πυκνότητα και το πόσο ανοικτά είναι σε εσωτερικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Η συνδικαλιστική αναζωογόνηση επίσης προωθεί τον εκδημοκρατισμό των σωματείων και την κοινωνική αλληλεγγύη.  Συνδικαλιστικά κινήματα που έχουν εφαρμόσει πρακτικές αναζωογόνησης στο εσωτερικό τους έχουν κατορθώσει μέσα από την πίεση προς τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς να πετύχουν ευρείες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης ( πχ. το σουηδικό εργατικό κίνημα τη δεκαετία του '30 ). Η οπτική της, παρότι έχει βαθιές ρίζες και στην ιστορία του εργατικού κινήματος και στην έρευνα των εργασιακών σχέσεων, ήταν περιθωριακή για μεγάλο διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου τόσο στη στρατηγική των συνδικάτων  όσο και στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε επικρατούσα τάση αυτού του πεδίου διεθνώς. ( Turner, 2005 )
   Παρά τις διαφορές στις προσεγγίσεις μεταξύ των ερευνητών οι περισσότεροι φαίνεται να προτείνουν ως βασικό στοιχείο της συνδικαλιστικής αναζωογόνησης τη στροφή των συνδικάτων σε έναν πιο κινηματικό συνδικαλισμό. Το χτίσιμο σχέσεων με άλλα κινήματα πέρα από το εργατικό όπως είναι το οικολογικό, το φεμινιστικό, το κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης, το αντιπολεμικό, τα κινήματα “νεολαίας” ,κλπ. αλλά και η υιοθέτηση στοιχείων αυτών των κινημάτων τόσο στις δομές και το λόγο όσο και στον τρόπο δράσης των συνδικάτων ( άμεση δημοκρατία, κινητοποίηση της βάσης, άμεση δράση, κλπ. ) εμφανίζονται ως εναλλακτικές λύσεις στις προσπάθειες των συνδικάτων να βγουν από τη κρίση τους. Τέλος ως σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται και η ανάγκη προσαρμογής του συνδικαλιστικού κινήματος στην αλλαγή της ταξικής σύνθεσης της εργατικής τάξης με την ενσωμάτωση στην ατζέντα των διεκδικήσεων του των ζητημάτων που αφορούν τις γυναίκες που έχουν εισέλθει πλέον μαζικά στην αγορά εργασίας, των μεταναστών εργατών και των επισφαλώς εργαζομένων ( εργαζόμενοι χωρίς ασφάλιση, μερικής απασχόλησης, με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών ,κλπ. ) ( Vos and Sherman, 2000, Fredge and Kelly, 2003 , Turner, 2005, Heery, 2005 )
   Όσον αφορά την Ελλάδα οι πρακτικές συνδικαλιστικής αναζωογόνησης για την υπέρβαση της κρίσης του κινήματος είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες όσον αφορά τουλάχιστον τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Παρότι η κρίση του συνδικαλισμού αναγνωρίζεται από το σύνολο σχεδόν των τοποθετήσεων των συνδικαλιστικών εκπροσώπων στα συνέδρια των δύο τριτοβάθμιων συνομοσπονδιών λίγα πρακτικά βήματα έχουν γίνει για την υπέρβαση της. Έτσι σε αντίθεση με τις μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες της Ευρώπης και της Αμερικής που προσέλαβαν οργανωτές από το χώρο των κοινωνικών κινημάτων για να οργανώσουν έναν συνδικαλισμό με πιο κινηματικά χαρακτηριστικά ( καμπάνιες, άμεση δράση συμμετοχική δημοκρατία, κλπ ) στην Ελλάδα οι συνδικαλιστικές ηγεσίες προσπαθούν να ξεπεράσουν την κρίση υιοθετώντας ένα μοντέλο συναινετικής διαπραγμάτευσης και διαλόγου μεταξύ των “κοινωνικών εταίρων” αντικαθιστώντας τον πιο πολιτικοποιημένο λόγο του παρελθόντος με έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο πλην καθαρά τεχνοκρατικό λόγο. Η στρατηγική αυτή ωστόσο ειδικά σε μια περίοδο υποχώρησης του κράτους πρόνοιας διεθνώς έχει ως τώρα τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα τόσο στη συνδικαλιστική πυκνότητα όσο και στην αξιοπιστία των συνδικάτων στα μάτια της εργατικής τάξης. (Kretsos a., 2011, Seferiades, 1999 )

   Στο θέμα της ένταξης στα συνδικάτα των νέων επισφαλώς εργαζομένων, των γυναικών και των μεταναστών παρότι έχουν γίνει κινήσεις στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης ρυθμίσεων υπέρ τέτοιων ομάδων στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αυτές δε συνδυάζονται με κάποια πρακτική παρέμβαση υπέρ αυτών στην καθημερινότητα στο εσωτερικό των χώρων δουλειάς.  Συγκεκριμένα τα συνδικάτα διεκδίκησαν και διασφάλισαν στους τρεις τελευταίους γύρους διαπραγμάτευσης για την εθνική συλλογική σύμβαση ψηλότερο  από το μέσο όρο της ΕΕ κατώτατο μισθό για τους νέους εργαζομένους και ενίσχυσαν με νομική βοήθεια και συνδικαλιστική κάλυψη τις προσπάθειες των υπαλλήλων ορισμένου χρόνου σε υπηρεσίες του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης να αντισταθούν στα σχέδια προηγούμενων κυβερνήσεων να τους εξαιρέσουν από τις προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
   Αυτές οι κινήσεις όμως δεν είναι αρκετές για να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα αυτών των ομάδων ούτε για να τις ωθήσουν να ενταχθούν στο συνδικαλιστικό κίνημα ειδικά όταν δε συνοδεύονται από κινήσεις μέσα στους χώρους εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε η ΓΣΕΕ ούτε η ΑΔΕΔΥ κρατούν δεδομένα για την ηλικία των μελών τους μη γνωρίζοντας έτσι πόσοι είναι οι νέοι συνδικαλισμένοι στην Ελλάδα και παρότι διάφορες έρευνες δείχνουν ότι τα ποσοστά συνδικαλισμού των νέων είναι πολύ χαμηλότερα από τον ήδη χαμηλό μέσο όρο συνδικαλισμού των εργαζομένων στην Ελλάδα καμιά κίνηση δε γίνεται από τις μεγάλες συνομοσπονδίες για να τους προσελκύσει να ενταχθούν στα συνδικάτα. Σε αντίθεση με τις αντίστοιχες συνομοσπονδίες στην Ευρώπη δεν έχει διοργανωθεί ούτε μία καμπάνια για την προσέλκυση νέων μελών στα συνδικάτα. Η ΓΣΕΕ έχει ιδρύσει μια επιτροπή νέων εργαζομένων η οποία όμως δεν ασχολείται με τα συγκεκριμένα προβλήματα των επισφαλώς εργαζομένων μέσα στους χώρους εργασίας αλλά λειτουργεί κυρίως ως φόρουμ συζητήσεων και η βασική της ενασχόληση είναι η συμμετοχή στις διεθνείς συναντήσεις με τις αντίστοιχες επιτροπές των συνδικάτων άλλων χωρών.
   Η μη οργάνωση των νέων εργαζομένων στα σωματεία δε σημαίνει ότι δεν είναι δυσαρεστημένοι με τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας που βιώνουν ούτε ότι δεν επιλέγουν συλλογικές μορφές δράσης αφού ένα μειοψηφικό μεν, αλλά αρκετά μαζικό τμήμα τους συμμετείχε ενεργά τόσο στην κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου όσο και σε μετέπειτα κινητοποιήσεις ( Δεκέμβριος του 2009, Μάιος του 2010, κ.α.  ) Επομένως αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της μη ένταξης τους στα συνδικάτα. Ένας παράγοντας που προφανώς αποτελεί αντικίνητρο για την ένταξη της συγκεκριμένης μερίδας εργαζομένων στα σωματεία είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ήδη συνδικαλισμένων αποτελείται από παλιούς εργαζόμενους με κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα που δε θίγονται άμεσα και άρα δεν κινητοποιούνται ιδιαίτερα σε αλλαγές που αφορούν τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.
  Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που τα συνδικάτα δρουν ουσιαστικά σε βάρος των συμφερόντων των νέων εργαζομένων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συμφωνία του σωματείου εργαζομένων στον ΟΤΕ το Μάιο του 2005 με τη διοίκηση της επιχείρησης η οποία ουσιαστικά καθιέρωνε εργαζόμενους δύο ταχυτήτων. Οι παλιοί εργαζόμενοι διατηρούσαν τα εργασιακά τους δικαιώματα ενώ οι νεοπροσληφθέντες μετά από μια δοκιμαστική περίοδο επτά μηνών θα υποβάλλονταν σε αξιολόγηση και ειδικές συστάσεις από το τμήμα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων της εταιρείας. Η συμφωνία αυτή ήταν η αρχή για την καθιέρωση δυσμενέστερων εργασιακών όρων για τους νέους εργαζομένους στη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα. Ειδικά σήμερα που με αφορμή την οικονομική κρίση τα όποια πλεονεκτήματα των συλλογικών συμβάσεων σαρώνονται είναι πιο εμφανές από ποτέ πόσο καταστροφική για το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν η τακτική που ακολούθησαν ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και σε αυτόν τον τομέα. ( Kretsos a., 2011)
   Εφόσον όμως οι κινήσεις των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για το ξεπέρασμα της κρίσης δεν αποδίδουν καρπούς τι θα μπορούσε να γίνει στην κατεύθυνση της υπέρβασής της;  Ο Σεφεριάδης( :1999,  p. 30-45 ) επιχειρώντας να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα χρησιμοποιεί τις 6 διαστάσεις που έχει θέσει ο Leisink για συνδικαλιστικές οργανώσεις που αντιμετωπίζουν  αντίστοιχα προβλήματα σε ένα περιβάλλον αυξημένης ανεργίας και μειωμένης συμμετοχής στα συνδικάτα: αποστολή των σωματείων, αλληλεγγύη, ζητήματα που τίθενται στη διαπραγματευτική ατζέντα, σχέσεις με το κράτος, σχέσεις με τους εργοδότες, διεθνισμός.
   Ως προς το πρώτο ο Σεφεριάδης σημειώνει ότι υιοθέτηση από τα συνδικάτα μέσα στις συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού κράτους της αντίληψης για τα συνδικάτα του κοινωνικού εταίρου ( συναινετική διαπραγμάτευση ) μπορεί να οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω μείωση της συνδικαλιστικής τους πυκνότητας και της δύναμής τους. Αντίθετα τα συνδικάτα θα πρέπει να επαναπολιτικοποιήσουν το λόγο τους καταδεικνύοντας τις κοινωνικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από την αύξηση της ανεργίας και θέτοντας το ερώτημα του τι, γιατί και πως αποφασίζεται το τι θα παραχθεί. Επίσης τα συνδικάτα θα πρέπει να στραφούν προς έναν κινηματικό συνδικαλισμό με βαθιά δημοκρατία, στρατευμένο στη συλλογική διαπραγμάτευση,πολιτικό στη δράση και οικουμενικό από τη σκοπιά των αιτημάτων.
   Ως προς την αλληλεγγύη χρειάζεται να χτιστεί μέσα από πρακτικές κινήσεις που να διεκδικούν πράγματα για τις ομάδες που υπό-εκπροσωπούνται αυτή τη στιγμή στο συνδικαλιστικό κίνημα όπως είναι οι άνεργοι, οι γυναίκες, οι μετανάστες, οι αδήλωτοι εργαζόμενοι, κλπ. Βοηθητικό στο χτίσιμο της αλληλεγγύης είναι και το τρίτο ζήτημα: η διαπραγματευτική ατζέντα. Τα συνδικάτα θα πρέπει να εντάξουν σε αυτήν αιτήματα για τις μη ενταγμένες στο συνδικαλιστικό κίνημα ομάδες που μόλις αναφέραμε. Τα αιτήματα που διεκδικούν για τα μέλη τους δε θα πρέπει να λειτουργούν αντιθετικά προς τα συμφέροντα των υπόλοιπων ομάδων του κόσμου της εργασίας. Οι καμπάνιες των σωματείων θα πρέπει να τονίζουν αυτόν το χαρακτήρα των αιτημάτων κάνοντας πράξη το σύνθημα: “μια αδικία σε βάρος ενός από εμάς είναι μια αδικία σε βάρος όλων μας”.
   Όσον αφορά τις σχέσεις με τους εργοδότες ο Σεφεριάδης υποστηρίζει ότι ειδικά σε καιρούς κρίσης και αυξημένης ανεργίας, και συγκεκριμένα στην Ελλάδα από το 1990 και ύστερα, η στρατηγική της συναινετικής διαπραγμάτευσης, της συμμαχίας των “κοινωνικών εταίρων” προς όφελος της παραγωγικότητας, της εργασιακής ειρήνης, κλπ. μόνο κακές υπηρεσίες έχει να προσφέρει στη μεριά των εργαζομένων. Αντίθετα τα συνδικάτα θα πρέπει να υιοθετήσουν μια επιθετική στρατηγική με ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από την εργοδοσία και ευρεία λίστα αιτημάτων.  Ακόμα και αν κάποιες κινητοποιήσεις με τέτοια αιτήματα δεν καταφέρουν να νικήσουν,  τα σωματεία θα βρεθούν σε καλύτερη θέση και πιθανόν θα επιτύχουν μια καλύτερη συλλογική σύμβαση με τους εργοδότες εάν τονίζουν τα ειδικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τις προτάσεις της εργοδοσίας και πως οι προτεινόμενες πρακτικές των εργοδοτών αποτυγχάνουν να μειώσουν την ανεργία ή οργανώνουν καμπάνιες για το πως ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ εργατικής τάξης και αφεντικών εμποδίζει ένα καλύτερο αποτέλεσμα για τους εργάτες και την κοινωνία.
   Ως προς τις σχέσεις με το κράτος θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες ότι ειδικά από το 1990 και μετά οι παλιές καλές εποχές του “κοινωνικού κράτους” έχουν περάσει ανεπιστρεπτί ( αν και ειδικά για τον ελλαδικό χώρο είναι αμφίβολο αν υπήρξαν όντως τέτοιες εποχές ) . Τα συνδικάτα ως “αντιπολίτευση που δε θα γίνει ποτέ κυβέρνηση” θα πρέπει να αγωνίζονται από τα έξω. Ο ρόλος του κράτους είναι αυτός της διασφάλισης της κατοχής των μέσων παραγωγής, διανομής, επικοινωνίας και ανταλλαγής από το κεφάλαιο και αυτό θα πρέπει να τονίζεται στους εργάτες από τα συνδικάτα. Με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων για συλλογικές συμβάσεις,κλπ. τα σωματεία θα πρέπει να κάνουν ξεκάθαρες τις διαφορές τους από τις κυβερνήσεις και  να επιδιώκουν συμμαχίες με άλλα κοινωνικά κινήματα καθώς και με εργατικά κινήματα άλλων χωρών. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι οι ηγεσίες των συνδικάτων θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους για μελλοντική καριέρα στον κρατικό μηχανισμό ως υπουργοί εργασίας,κλπ. Κάτι που με τη σειρά του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό με το πόσο πραγματική δημοκρατία και έλεγχος της ηγεσίας από τη βάση υφίσταται στις εσωτερικές διαδικασίες των σωματείων.
   Τέλος όσον αφορά το διεθνισμό ο Σεφεριάδης σημειώνει ότι συνήθως η επικράτηση της λογικής της συναινετικής διαπραγμάτευσης στο συνδικαλιστικό κίνημα οδηγεί τα συνδικάτα να  αποδέχονται κάποιες μειώσεις μισθών ή αλλαγές σε βάρος των εργαζομένων στην εργατική νομοθεσία ώστε η εθνική οικονομία της χώρας τους ( δηλαδή οι εγχώριες επιχειρήσεις ) να παραμείνει ανταγωνιστική σε σχέση με τις οικονομίες άλλων κρατών. Παρότι είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται με τέτοια μέτρα τέτοιου είδους επιχειρήματα θεωρούνται σχεδόν αυτονόητα για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αλλά και των ίδιων των εργατών. Μια συμμαχία με συνδικάτα άλλων χωρών θα μπορούσε να καταδείξει πως αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιείται από τους εργοδότες σε όλες τις χώρες για τη χειροτέρευση των όρων εργασίας της εργατικής τάξης κάθε χώρας και να επαναπροσδιορίσει με άλλους όρους το διάλογο για τέτοια ζητήματα στο εσωτερικό της χώρας βοηθώντας τα συνδικάτα να αναπτυχθούν και να δυναμώσουν.
   Δεδομένου ότι το άρθρο αυτό έχει γραφτεί το 1999 μπορούμε σήμερα να δούμε πιο καθαρά τα αποτελέσματα της συνέχισης της στρατηγικής αυτού που ο συγγραφέας του αποκαλεί “συναινετική διαπραγμάτευση”  από μεριάς των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Δεδομένου επίσης ότι καμιά στροφή προς το λεγόμενο κινηματικό συνδικαλισμό ή προς κατευθύνσεις σαν αυτές που προτείνει ο παραπάνω συγγραφέας δεν έχουν γίνει από πλευράς των συνδικαλιστικών ηγεσιών ακόμα και σήμερα που κάθε σκέψη περί συναινετικών διαδικασιών έχει μπλοκαριστεί στην πράξη με πρωτοβουλία του κράτους, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν υπάρχουν κινήσεις μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αλλά εκτός ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την υπέρβαση της κρίσης του.
   Πράγματι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί κάποια σωματεία που πολλές φορές λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τη Γ.Σ.Ε.Ε. και προσανατολίζονται σε έναν πιο κινηματικό ταξικό συνδικαλισμό. ( Δασκαλοπούλου, Ντ., Πολίτη, Α., 2010 ) Δυστυχώς η επιστημονική βιβλιογραφία πάνω στο φαινόμενο αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόσφατο άρθρο ( :Kretsos, b., 2011 ) για το συνδικαλισμό βάσης στην Ελλάδα που αναφέρει ότι τα τελευταία τρία χρόνια πάνω από 35 σωματεία βάσης έχουν ιδρυθεί στις μεγάλες αστικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Σύμφωνα με το συγγραφέα τα σωματεία αυτά σε αντίθεση με το είδος του συνδικαλισμού των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ προσελκύουν ιδιαίτερα τόσο τους νέους εργαζόμενους όσο και τους μετανάστες εργάτες.
   Στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν εκλέξει ηγεσία αναρχικού ή αριστερίστικου προσανατολισμού. Επίσης η μεγάλη πλειοψηφία τους έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που περιγράψαμε παραπάνω ως κινηματικό συνδικαλισμό. Συγκεκριμένα είναι στρατευμένα στη συλλογική διαπραγμάτευση, οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητα από κράτος, εργοδότες και κόμματα, βαθιά δημοκρατικά και συμμετοχικά, και δίνουν μεγάλη σημασία στον ακτιβισμό των μελών που αποτελούν τη βάση τους. Κάποια από αυτά μάλιστα εμφανίζονται αρκετά αποτελεσματικά τόσο ως προς το μπλοκάρισμα απολύσεων όσο και ως προς τη διαπραγμάτευση κλαδικών  συλλογικών συμβάσεων.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι εφόσον τόσο οι ηγεσίες όλων αυτών των σωματείων βάσης είναι ως ένα  βαθμό επηρεασμένες από την αναρχοσυνδικαλιστική αντίληψη για το εργατικό κίνημα όσο κυρίως και οι δομές και οι πρακτικές αυτών των σωματείων αγγίζουν σε σημαντικό βαθμό το αναρχοσυνδικαλιστικό μοντέλο οργάνωσης και δράσης ( αυτονομία από κράτος και πολιτικά κόμματα, άμεση δημοκρατία, αλληλεγγύη, άμεση δράση, κλπ. ) παράλληλα με την κυριαρχία της πλουραλιστικής αντίληψης στη ΓΣΕΕ έχουμε την επανεμφάνιση του αναρχοσυνδικαλισμού που κυριαρχούσε στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Ελλάδος στις απαρχές του και θα άξιζε να διερευνηθεί η έκταση αλλά και η δυναμική αυτού του φαινομένου, η σχέση του τόσο με τον κυρίαρχο συνδικαλισμό όσο και με άλλα κοινωνικά κινήματα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους τις τελευταίες δεκαετίες στον ελλαδικό χώρο και οι προοπτικές εξέλιξής του ιδιαίτερα μέσα στο σημερινό περιβάλλον της οξείας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

                                                    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
   Εν κατακλείδι  προσπαθώντας να συνοψίσουμε όλα όσα εκθέσαμε ως τώρα θα λέγαμε ότι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Ελλάδας βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση που εκδηλώνεται μέσα από τη χαμηλή συνδικαλιστική του πυκνότητα, την αδυναμία κινητοποίησης της βάσης του, την άμεση ή έμμεση εξάρτησή του από το κράτος και την εργοδοσία, την αποτυχία επίτευξης των αιτημάτων του, την αδυναμία να αμυνθεί απέναντι στη χειροτέρευση των όρων ζωής και εργασίας των εργαζομένων,κλπ. Ως βασικές ( ενδογενείς ) αιτίες των παραπάνω αναγνωρίσαμε τη διαρκή παρέμβαση και καταστολή του κράτους στο εσωτερικό των σωματείων, την αντί-συνδικαλιστική αντεργατική νομοθεσία, την έλλειψη ταξικής-συνδικαλιστικής κουλτούρας από μεριάς των οργανωμένων εργατών, την έντονη παραταξιοποίηση των συνδικάτων, την οργανωτική δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, κλπ.
   Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων των σωματείων οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ υιοθέτησαν από το 1990 και μετά μια στρατηγική συναινετικής διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού προς όφελος της εθνικής οικονομίας. Αυτή η στρατηγική ωστόσο αντί να βελτιώσει τη θέση των εργαζομένων τη χειροτέρευσε ενώ ενίσχυσε και το κύρος των οργανώσεων της εργοδοσίας. Η κρίση του 2008 ήρθε να δείξει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη χρεωκοπία του λεγόμενου συναινετικού μοντέλου συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ως μια προοπτική για το ξεπέρασμα της κρίσης προτείνεται τόσο από επιστήμονες ερευνητές όσο και από συνδικάτα άλλων χωρών η συνδικαλιστική αναζωογόνηση των σωματείων μέσω ενός πιο δημοκρατικού, πιο μαχητικού και πιο ακτιβιστικού, κινηματικού συνδικαλισμού που θα λαμβάνει υπόψιν του τη νέα σύνθεση της εργατικής τάξης και την ανάδυση των νέων κοινωνικών κινημάτων.
   Ενώ οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ δε φαίνεται μέχρι τώρα να κινούνται προς μια τέτοια κατεύθυνση έχουμε τα τελευταία τρία χρόνια την ανάδυση δεκάδων σωματείων βάσης σε διάφορες μεγάλες πόλεις του ελλαδικού χώρου που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του κινηματικού συνδικαλισμού τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς τους τρόπους δράσης τους και κατορθώνουν να πετύχουν νίκες απέναντι στην εργοδοσία. Η κυριαρχία μάλιστα των αναρχοσυνδικαλιστικών αντιλήψεων όχι μόνο
σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και στις μορφές οργάνωσης και δράσης τους αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της επανεμφάνισης του αναρχοσυνδικαλισμού στον ελλαδικό χώρο με όρους κινήματος μετά από έναν αιώνα ουσιαστικής απουσίας.
  Πολλά λοιπόν τα ερωτήματα που ανοίγονται για όσους επιστήμονες θελήσουν να διερευνήσουν το ζήτημα του εργατικού συνδικαλισμού στον ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα προβλήματα της αλλαγής της ταξικής σύνθεσης του κόσμου της εργασίας μέσω της κρίσης, την αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την ουσιαστική ποινικοποίηση του συνδικαλισμού καθώς και την αντίδραση των επίσημων συνδικάτων απέναντι σε αυτήν, την ανάδυση νέων κοινωνικών κινημάτων και τη σχέση τους με το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, τις προοπτικές υπέρβασης της κρίσης των συνδικάτων είτε μέσα από αλλαγές στο εσωτερικό των συνομοσπονδιών είτε από συνδικαλιστικές κινήσεις εκτός του επίσημου συνδικαλισμού,κλπ.
  Ειδικά όσον αφορά την ανάδυση των σωματείων βάσης στην Ελλάδα η έρευνα πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις μελέτης συγκεκριμένων σωματείων (  στους βιβλιοϋπαλλήλους και τους τραπεζοϋπαλλήλους ) παραμένει ιδιαίτερα φτωχή και εφόσον μιλάμε για ένα φαινόμενο που πολλαπλασιάζεται τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα εξαιρετικά  πρόσφορο πεδίο για μελλοντική κοινωνιολογική εμπειρική έρευνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξανδρόπουλος Σ. ( 2010 ) Συλλογική δράση και αντιπροσώπευση συμφερόντων πριν και μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Αθήνα, Κριτική.
Αρανίτου, Β. ( 2007 ). “Ο εργατικός συνδικαλισμός ως παράγοντας ενίσχυσης των εθνικών εργοδοτικών οργανώσεων”, ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ Εργασία και Πολιτική Συνδικαλισμός και Οργάνωση Συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα, σ. 21-36

Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών, ( 1996 ). 1970-1980: Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται. Δεν εξαγοράζονται, δε δικαιώθηκαν. Αθήνα

Bakounine M. ( 2009 ). Για την Ελευθερία του Καθενός και την Ισότητα Όλων. Αθήνα, Καινά Δαιμόνια.
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, ( 1992 ).  Καταστατικό της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.). Αθήνα, ΓΣΕΕ

Δεδουσόπουλος, Α. ( 2007 ). “Διαρθρωτικές αλλαγές και συνδικαλιστικό κίνημα”, ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ Εργασία και Πολιτική Συνδικαλισμός και Οργάνωση Συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα, σ. 110-142

 Δρουκόπουλος, Β. ( 2012 ). “Περί κατώτατων μισθών ή η ανήσυχος μέριμνα για τους ανέργους”, ΘΕΣΕΙΣ, τχ.119, σελ. 33-45

Ζαμπαρλούκου, Σ. ( 1997 ). Κράτος και εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, 1936-90 Μια συγκριτική προσέγγιση. Αθήνα-Κομοτηνή, Εκδόσεις  Αντ. Ν. Σάκκουλα

Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ ( 2011 ).  Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση. Ετήσια έκθεση 2011. Αθήνα, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Κατσορίδας, Δ . ( 2007).   “Το ζήτημα της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης”, ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ, Εργασία και Πολιτική Συνδικαλισμός και Οργάνωση Συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα, σ. 213-231

Κατσορίδας, Δ . ( 2008 ). Βασικοί σταθμοί του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001. Αθήνα, ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ. / Γ.Σ.Ε.Ε.

Κορδάτος, Γ. ( 1972 ). Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος. Αθήνα, εκδόσεις Μπουκουμάνη

Κουζής, Γ. ( 2007 ). Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αποκλίσεις και Συγκλίσεις με τον Ευρωπαϊκό χώρο. Αθήνα, GUTENBERG

Κουζής, Γ. ,  Γεωργιάδου, Π,  Καψάλης, Α.,  Κούστα, Ε.,  Λαμπουσάκη,Σ. , Σταμάτη, Α. ( 2011 ). Οι εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Ετήσια έκθεση, 2011. Αθήνα, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Κουκουλές, Γ. ( 1997 ). “Αναδρομή σ' ένα Αμφιλεγόμενο Παρελθόν”, Κέντρο
Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής, Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό
Κίνημα στο Τέλος του 20ου Αιώνα. Αθήνα, GUTENBERG, σ. 25-84

Λιβιεράτος, Δ. ( 1997 ). Τα Συνέδρια της Γ.Σ.Ε.Ε. Αθήνα, ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Offe, C. ( 1993 ). Κοινωνία της εργασίας; Αθήνα, Εκδόσεις νήσος.

Παλαιολόγος, Ν. ( 2006 ). Εργασία και συνδικάτα στον 21ο αιώνα, Αθήνα, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

Πρωτόπαππας, Χ. ( 1997 ). “Η Συμβολή του Εργατικού Κινήματος στην Ανάπτυξη της Οικονομίας, Κέντρο Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής, Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Τέλος του 20ου Αιώνα. Αθήνα, GUTENBERG, σ.85-101

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Clarke, T., ( 1977 ). “Industrial Democracy: The Institutionalized Suppression of Industrial Conflict ?”, in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p.  351-382

Engels, F., ( 1977 ). “Labour Movements”, in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p. 31-42

Fredge, M., C.,  Kelly, J.,  (  2003 ) “ Union Revitalization Strategies in
Comparative Perspective”, European Journal of Industrial Relations, τομ. 9, τχ.1, σελ. 7-24.

Goldthorpe, J. H., ( 1977 ). “Industrial Relations in Great Britain : A Critique of Reformism”, in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p. 184-224

 Heery, E., ( 2005 ). Sources of change in trade unions, Work, employment and society, τομ. 19, τχ. 1, σελ. 91-106.

Hyman R. ( 1971). Marxism and the sociology of trade unionism. London, Pluto Press.

Hyman, A. and Fryer, R. H., ( 1977 ). “Trade Unions: Sociology and Political Economy”,  in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p. 152-174

Hyman, R. (1978) “Pluralism, Procedural Consensus and Collective Bargaining”, British Journal of Industrial Relations, 16(1): 16–40.

Kretsos L., ( 2011, a ).  Union responses to the rise of precarious youth employment in Greece, Industrial Relations Journal, τομ. 42, τχ.5, σελ. 453-472.

Kretsos L., ( 2011, b ). Grassroots unionism in the context of economic crisis in Greece, Labor History, τομ. 52, τχ. 3, σελ. 265-286.

Lenin V.I. ( 1989 ).  What is to be done?. London, Penguin

Mann, M., ( 1977 ). “Industrial Relations in Advanced Capitalism and the Explosion of Consciousness”, in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p. 294-308

Marx, K., ( 1977 ). “Capital and Labour”, in T. Clarke and L. Clements (ed. ), Trade unions under capitalism. London, Fontana, p. 43-56

 Seferiades, S.,  ( 1999 ) Low Union Density Amidst a Conflictive Contentious Repertoire: Flexible
Labour Markets, Unemployment and Trade-Union Decline in Greece. San Domenico (FI), European University Institute, Badia Fiesolana

Turner, L.,  ( 2005 ). From Transformation to Revitalization. A New Research Agenda for a Contested Global Economy. WORK AND OCCUPATIONS, τομ. 32, τχ.4, σελ. 383-399.

Vos, k., Sherman, R., ( 2000 ). Breaking the iron law of Oligarchy: Union Revitalization in the American Labor Movement. American Journal of Sociology, τομ. 106, τχ. 2, σελ. 303-349.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Δασκαλοπούλου, Ντ. Πολίτη, Α. ( 2010 ) “Συνδικάτα: Εργατοπατερισμός, η χρόνια ασθένεια του συνδικαλισμού”, περιοδικό Έψιλον, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=154728 ( τελευταία πρόσβαση 7/2/10 )

Δε βλέπω κίνδυνο διάσπασης ( 2002 ) διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο, http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=1158825&publDate=21/2/2002 ( τελευταία πρόσβαση 6/2/11 ).

Κατσορίδας, Δ., ( 2002 ). “Το ζήτημα της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Προβλήματα μορφής και συγκρότησης των συνδικάτων στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού”, ΘΕΣΕΙΣ, τχ. 78 http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=766&Itemid=29, ( τελευταία πρόσβαση 7/2/11 )




[1]           όλοι οι τονισμοί είναι απ' το πρωτότυπο
[2]           Ως απάντηση στη συγκεκριμένη ερμηνεία βλ. Ενδεικτικά: «Δε βλέπω κίνδυνο διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος». Αυτήν την απάντηση έδωσε χτες ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρήστος Πολυζωγόπουλος, όταν του ζητήθηκε από δημοσιογράφο του «Αντέννα» να κάνει μία σχετική δήλωση.
            Το σχετικό ρεπορτάζ αφορούσε το κλίμα που προσπαθούν να διαμορφώσουν τις τελευταίες μέρες διάφορες δυνάμεις, που προβάλλουν τη συκοφαντική θέση ότι «το ΚΚΕ σκοπεύει να διασπάσει τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ», για να στηρίξουν έτσι την απαράδεκτη επίθεσή τους ενάντια στο Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο. Κι αυτό, την ώρα που από το ΚΚΕ, έχει ρητά δηλωθεί ότι «δεν πρόκειται να τους κάνουμε τη χάρη».
            Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ σημείωσε χαρακτηριστικά: «Δε βλέπω κίνδυνο διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Το ΚΚΕ πάντα υποστήριζε μετωπικά σχήματα. Δεν είναι κάτι καινούριο αυτό. Διαφορές πολιτικές ή ιδεολογικές προσεγγίσεις υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος οργανωτικής διάσπασης».
            Δε βλέπω κίνδυνο διάσπασης ( 2002 ) διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο, http://www.rizospastis.gr/ ( τελευταία πρόσβαση 6/2/11 ). Οι υπογραμμίσεις είναι του πρωτότυπου. Χαρακτηριστικό του πως αντιλαμβάνονται τη σχέση κόμματος συνδικάτου στο Κ.Κ.Ε. είναι ότι στη μομφή στο ΠΑΜΕ για διασπαστικές κινήσεις δεν απαντά π.χ. ο γραμματέας του Μετώπου, αλλά το ίδιο το κόμμα.